-
1 πολυκαπνος
-
2 πολύκαπνος
πολύ-καπνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύκαπνος
-
3 πολύκαπνος
πολύ-καπνος, von od. mit vielem Rauche -
4 πολύκαπνον
πολύκαπνοςsmoky: masc /fem acc sgπολύκαπνοςsmoky: neut nom /voc /acc sg -
5 Smoky
adj.V. πολύκαπνος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Smoky
-
6 Sooty
adj.V. πολύκαπνος, or use black.Make sooty, v.: V. αἰθαλοῦν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sooty
См. также в других словарях:
πολύκαπνος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που είναι γεμάτος από καπνό, καπνώδης («φρούρει δέ μοι μή σ αἰθαλώσῃ πολύκαπνον στέγος πέπλους», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + καπνός (πρβλ. δύσ καπνος)] … Dictionary of Greek
πολύκαπνον — πολύκαπνος smoky masc/fem acc sg πολύκαπνος smoky neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… … Dictionary of Greek