Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πολύστονος

См. также в других словарях:

  • πολύστονος — much sighing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύστονος — ον, Α 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει πολλούς στεναγμούς, που στενάζει ή θρηνεί πολύ, δυστυχισμένος 2. (για πράγμ.) αυτός που προκαλεί πολλούς στεναγμούς, ο αίτιος πολλών στεναγμών, ο λυπηρός («εἶτα τὴν πολύστονον Τροίαν ἑλόντα κλέος ὑπέρτατον… …   Dictionary of Greek

  • πολύστονον — πολύστονος much sighing masc/fem acc sg πολύστονος much sighing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυστόνου — πολύστονος much sighing masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυστόνους — πολύστονος much sighing masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυστόνων — πολύστονος much sighing masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυστόνῳ — πολύστονος much sighing masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύστονα — πολύστονος much sighing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύστονε — πολύστονος much sighing masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύστονοι — πολύστονος much sighing masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυστόνωι — πολυστόνῳ , πολύστονος much sighing masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»