Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πολυ-όρνιθος

См. также в других словарях:

  • πολύορνις — όρνιθος, ὁ, ἡ, Α ο πολυόρνιθος* («πολύορνις Λιβύη», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ὄρνις, ιθος «πτηνό, πουλί» (πρβλ. εύ ορνις)] …   Dictionary of Greek

  • φίλορνις — όρνιθος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που αγαπά τα πουλιά 2. αυτός που είναι αγαπητός στα πουλιά («ἔνθα Κωρυκὶς πέτρα κοίλη, φίλορνις», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ὄρνις, ιθος «πουλί, πετεινός» (πρβλ. πολύ ορνις)] …   Dictionary of Greek

  • ONAGER — I. ONAGER Hebr. arod, a voce dicitur, quae Latine reditus, et Pere, a cursu: quem, cum vulgaris asinus sit tarditatis indomitae, describit Oppian. l. 3. Cyneget. v. 182. Κραιπνὸν, ἀελλοπόδην, κρατερώνυχον, ὀξύτατον θεῖν. Velocem rapidum, validis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ευανθής — (5ος αι. π.Χ.). Βασιλιάς της Σαλαμίνας της Κύπρου (465 450 π.Χ.). Έγινε γνωστός από τα νομίσματά του, τα οποία κόπηκαν περίπου το 450 π.Χ. * * * ές (ΑΜ εὐανθής, ές) 1. αυτός που έχει ή παράγει ωραία και πολλά άνθη («εὐανθὴς καὶ εὐώδης τόπος»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»