-
1 πολυδράστεια
A she that effects much, Corn.ND13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυδράστεια
См. также в других словарях:
πολυδράστεια — ἡ, Α αυτή που κατορθώνει πολλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δράστεια (< δρῶ), πρβλ. αει δράστεια] … Dictionary of Greek