-
1 πολυτελεια
ион. πολυτεληΐη ἥ1) большие расходы Her., Thuc.2) расточительность, тж. пышность, роскошь(ἐσθῆτος Xen.; τοῦ βίου и περὴ τοὺς βίους Polyb.)
-
2 πολυτέλεια
-
3 πολυτέλεια
[политэлиа] ουσ θ роскошь, пышность. -
4 πολυτεληιη
ἡ ион. = πολυτέλεια См. πολυτελεια -
5 πανηγυρικος
I31) праздничный(κόσμος, θέαμα Plut.; ὄχλος Isocr.)
; связанный с устройством всенародного торжества(πολυτέλεια Plut.)
2) произносимый на всенародном торжественном собрании, преимущ. похвальный, хвалебный(λόγος Isocr.)
3) бьющий на эффект, показной, напыщенный(ἐπιδεικτικὸς καὴ π. Plut.)
4) важничающий(γυνέ σοβαρὰ καὴ πανηγυρική Plut.)
IIὅ (sc. λόγος) похвальное слово в торжественном всенародном собрании, панегирик Isocr., Arst. -
6 επιδεικτικός
η, ό[ν]1) показательный; 2) показной, нарочитый, демонстративный;επιδεικτική πολυτέλεια — показная роскошь
См. также в других словарях:
πολυτελεία — πολυτελείᾱ , πολυτέλεια great expense fem nom/voc/acc dual πολυτελείᾱ , πολυτέλεια great expense fem nom/voc/acc dual (ionic) πολυτελείᾱ , πολυτέλεια great expense fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτελείᾳ — πολυτελείᾱͅ , πολυτέλεια great expense fem dat sg (attic doric aeolic) πολυτελείᾱͅ , πολυτέλεια great expense fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτέλεια — great expense fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτέλεια — η 1. καθετί που αποτελεί περιττή δαπάνη: Να έχουμε τα απαραίτητα και να λείπουν οι πολυτέλειες. 2. πλούτος, πλούσια εμφάνιση, λούσο: Μεγάλη πολυτέλεια έχουν στο σπίτι τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυτέλεια — η, ΝΑ [πολυτελής] 1. το να ζει κανείς ξοδεύοντας πολλά χρήματα, πολυδάπανα («τὴν εὐδαιμονίαν οἰομένῳ τρυφὴν καὶ πολυτέλειαν εἶναι», Ξεν.) 2. ο πλούτος τής εμφάνισης, η μεγαλοπρέπεια, το λούσο νεοελλ. 1. (οικον.) η χρήση αντικειμένων και η δαπάνη… … Dictionary of Greek
πολυτελείας — πολυτελείᾱς , πολυτέλεια great expense fem acc pl πολυτελείᾱς , πολυτέλεια great expense fem gen sg (attic doric aeolic) πολυτελείᾱς , πολυτέλεια great expense fem acc pl (ionic) πολυτελείᾱς , πολυτέλεια great expense fem gen sg (attic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτελείαι — πολυτελείᾱͅ , πολυτέλεια great expense fem dat sg (attic doric aeolic) πολυτελείᾱͅ , πολυτέλεια great expense fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτελειῶν — πολυτέλεια great expense fem gen pl πολυτέλεια great expense fem gen pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτελείαις — πολυτέλεια great expense fem dat pl πολυτέλεια great expense fem dat pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτελείαν — πολυτελείᾱν , πολυτέλεια great expense fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτέλειαι — πολυτέλεια great expense fem nom/voc pl πολυτέλεια great expense fem nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)