-
1 πολυπληθής
[плоиплитис] επ. многочисленный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πολυπληθής
-
2 массовый
массовый μαζικός· πολυπληθής (многолюдный)· средства \массовыйой информации τα μαζικά μέσα ενημέρωσης* * *μαζικός; πολυπληθής ( многолюдный)сре́дства ма́ссовой информа́ции — τα μαξικά μέσα ενημέρωσης
-
3 многочисленный
многочисленный I) πολυάριθμος 2) (многолюдный) πολυπληθής* * *1) πολυάριθμος2) ( многолюдный) πολυπληθής -
4 многолюдный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно; πολυάνθρωπος, πολυπληθής, κοσμοβριθής. -ая демонстрация πολυπληθής διαδήλωση•многолюдный город πολυάνθρωπη (μεγάλη) πόλη.
|| πολυσύχναστος•-ая улица πολυσύχναστη οδός.
-
5 многочисленный
многочисленныйприл πολυάριθμος, πολυπληθής. -
6 обширный
обширныйприл \. εὐρύ ἐκτεταμένος, εὐρυχωρος ἀπλόχωρος.2. перен πολυάριθμος, πολυπληθής· \обширныйые зна́ния οἱ εὐρειες γνώσεις, ἡ εὐρ«μάθεια. „ые зна. комства οἱ πολυάριθμες γνωριμίες -
7 многочисленный
επ., βρ: -лен, -ленна, -о; πολυάριθμος, πολυπληθής.
См. также в других словарях:
πολυπληθής — very numerous masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπληθής — ές, ΝΜΑ αυτός που έχει μεγάλο πλήθος, ο πολυάριθμος («πολυπληθής συγκέντρωση») αρχ. (για άνθρωπο) πληθωρικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πληθής (< πλῆθος), πρβλ. μυριο πληθής, παμ πληθής] … Dictionary of Greek
πολυπληθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που αποτελείται από πολύ πλήθος: Πολυπληθής προεκλογική συγκέντρωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυπληθῆ — πολυπληθής very numerous neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πολυπληθής very numerous masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πολυπληθής very numerous masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπληθέστερον — πολυπληθής very numerous adverbial comp πολυπληθής very numerous masc acc comp sg πολυπληθής very numerous neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπληθέα — πολυπληθής very numerous neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πολυπληθής very numerous masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπληθές — πολυπληθής very numerous masc/fem voc sg πολυπληθής very numerous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπληθοῦς — πολυπληθής very numerous masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπληθέσι — πολυπληθής very numerous masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπληθεῖ — πολυπληθέω multiply pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) πολυπληθέω multiply pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) πολυπληθής very numerous masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) πολυπληθής very numerous masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπληθεῖς — πολυπληθέω multiply pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) πολυπληθής very numerous masc/fem acc pl πολυπληθής very numerous masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)