Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πολλῶν+κακῶν

  • 41 ἐπικάλυμμα

    ἐπικάλυμμα, ατος, τό (s. next entry; ‘a covering’ Aristot. et al.; LXX) a stratagem for concealing someth., cover, veil ἐ. τῆς κακίας a covering for evil 1 Pt 2:16 (Menand., Fgm. 90 Kock πλοῦτος δὲ πολλῶν ἐπικάλυμμʼ ἐστὶ κακῶν=wealth is a cover-up for many evils; Iren. s.v. κακία 1).—DELG s.v. καλύπτω.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἐπικάλυμμα

  • 42 ῥύομαι

    ῥύομαι mid. dep. (Hom.+—Anz 275f; FChase, The Lord’s Prayer in the Early Church: Texts and Studies I/3, 1891, 71ff) fut. ῥύσομαι; 1 aor. ἐ(ρ)ρυσάμην, impv. ῥῦσαι Mt 6:13; pf. 3 sg. ἔρυσται [=εἴρυσται] AcPlCor 1:8. Pass.: fut. ῥυσθήσομαι LXX; 1 aor. ἐ(ρ)ρύσθην (on the spelling w. one ρ or two s. B-D-F §11, 1; 101 p. 48; Mlt-H. 101f; 193) to rescue from danger, save, rescue, deliver, preserve τινά someone (Hippol., Ref. 8, 10, 3; Theoph. Ant. 3, 9 [p. 224, 15]) Mt 27:43; 1 Cl 16:16 (both Ps 21:9); 2 Pt 2:7; 1 Cl 8:4 (Is 1:17); 22:8 (Ps 33:20) v.l.; 55:6; 2 Cl 6:8 (Ezk 14:18). τινὰ ἀπό τινος rescue, save, deliver, or preserve someone fr. someone or someth. (B-D-F §180; s. also Rob. 517f.—Pr 2:12; Is 25:4; Ezk 37:23; 1 Macc 12:15; PsSol 4:23 al.; TestReub 4:10; JosAs 12:7; ApcSed 16:7; Sib-Or 2, 344; ἀπὸ τῆς πλάνης Orig., C. Cels. 5, 33, 39; Did., Gen. 154, 20) Mt 6:13; Lk 11:4 v.l. (on the subject matter s. Hierocles 25 [ln. 61], 474 Ζεῦ πάτερ, ἦ πολλῶν κε κακῶν λύσειας ἅπαντας); 2 Ti 4:18; 1 Cl 60:3b; D 8:2; 10:5. Pass. Ac 5:15 v.l.; Ro 15:31; 2 Th 3:2; 1 Cl 60:3a. Also τινὰ ἔκ τινος (Anacreon 111 Diehl; Hdt. 5, 49; Diod S 12, 53, 1; hymn to Isis: SEG VIII, 548, 27 [I B.C.]; PBad 48, 3 [126 B.C.] ἐκ πολεμίων; LXX; TestSim 2:8; Jos., Ant. 12, 407; Just., D. 111, 3; Mel., P. 68, 489.—Aristoxenus, Fgm. 113 ῥύεσθαι καὶ ἐρύεσθαι διαφορὰν ἔχει πρὸς ἄλληλα. τὸ μὲν γὰρ ῥύεσθαι ἐκ θανάτου ἕλκειν, τὸ δὲ ἐρύεσθαι φυλάττειν=‘ῥύεσθαι and ἐρύεσθαι are different: ῥ. means rescuing fr. death, but ἐ. to ward off [death]’) 2 Ti 3:11; from death (SibOr 2, 81; Just., D. 111, 3) 2 Cor 1:10a; 1 Cl 56:9 (Job 5:20); 2 Cl 16:4 (w. acc. to be supplied); fr. the power of darkness Col 1:13 (cp. JosAs 15:13 ἐκ τοῦ σκότους); fr. wrath to come 1 Th 1:10; fr. blood-guilt 1 Cl 18:14 (Ps 50:16); fr. all afflictions 22:7 (Ps 33:18); fr. eternal punishment 2 Cl 6:7; fr. temptation 2 Pt 2:9. τίς με ῥύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου; who will set me free from this body of death? Ro 7:24. ἐκ δεσμῶν ἐρύσατο τὸν κόσμον ὅλον (God, who) rescued the entire world from its chains AcPl Ha 3, 7. ἐκ χειρὸς ἀνόμου ὁ θεὸς ἐρύσατο τὸν Ἰσραήλ 8, 10. εἴρυσταί σε κύριος ἐκ χειρὸς ἀνόμου the Lord rescues you from a lawless hand AcPlCor 1:8 (on the form Schwyzer I 681 n. 1: ‘praesentisches Perfekt’). Pass. ῥυσθῆναι ἐκ χειρός τινος be rescued from someone’s power Lk 1:74 (cp. Jos., Vi. 83, Ant. 7, 151; JosAs 28:3 ῥῦσαι ἡμᾶς ἐκ τῶν χειρῶν τῶν ἀδελφῶν). ἐκ στόματος λέοντος be saved from the jaws of the lion 2 Ti 4:17. ῥ. τινά τινι save someone by someth. (Diod S 13, 64, 6 ἐρρύσατο χρήμασι τὴν ἰδίαν ψυχήν=his life by means of money) 2 Cl 6:9. Also ῥ. τινα διά τινος 1 Cl 55:1. Abs. Mt 27:43 (for a ‘divine’ rescue of a θεοσεβής fr. extreme danger s. Hdt. 1, 86, 2, Croesus on the pyre: Κῦρος βουλόμενος εἰδέναι εἴ τίς μιν δαιμόνων ῥύσεται τοῦ μὴ ζῶντα κατακαυθῆναι=Cyrus wishing to know whether some divinity would rescue (Croesus) from being burned alive. S. also Ps 21:9); 2 Cor 1:10b; AcPl Ha 2, 30. ῥυσθείητε ἀπὸ τούτων ἁπάντων may you be delivered from all these ( men or sins) D 5:2.—Subst. ὁ ῥυόμενος the deliverer Ro 11:26 (Is 59:20); 1 Cl 35:11 (Ps 49:22).—DELG s.v. ἔρυμαι. M-M. EDNT. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ῥύομαι

См. также в других словарях:

  • προσεξευρίσκω — Α [ἐξευρίσκω] 1. εξευρίσκω, εφευρίσκω επί πλέον («πολλῶν... κακῶν τῇ φύσει τῇ τῶν ἀνθρώπων ὑπαρχόντων αὐτοὶ πλείω... προσεξευρήκαμεν», Iσοκρ.) 2. ανακαλύπτω επιπροσθέτως …   Dictionary of Greek

  • ρύμα — (I) ύματος, τὸ, Α βλ. ρύμα. (II) ύματος, τὸ, Α 1. υπεράσπιση, προστασία ή και σωτηρία 2. προπύργιο («μέγιστον ῥῡμα τῶν πολλῶν κακῶν [θάνατος]», Αισχύλ.) 3. στον πληθ. τὰ ῥύματα τα βοηθήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥύ τού ἔρυμαι «σώζω, προστατεύω» [βλ.… …   Dictionary of Greek

  • Liste griechischer Phrasen/Eta — Eta Inhaltsverzeichnis 1 Ἡ ἀνάπαυσις τῶν πόνων ἐστὶν ἄρτυμα …   Deutsch Wikipedia

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …   Dictionary of Greek

  • ορειβασία — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των …   Dictionary of Greek

  • Θράκη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται ότι ήταν κόρη του Ωκεανού και της Παρθενόπης, αδελφή της Ευρώπης. Η Θ. ονομαζόταν Τιτανίς από τον Στέφανο τον Βυζάντιο, ο οποίος απέδιδε την καταγωγή της στον Ωκεανό. Σύμφωνα με τη μυθολογία, απέκτησε τον Βίθυ από …   Dictionary of Greek

  • έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… …   Dictionary of Greek

  • επικάλυμμα — το (Α ἐπικάλυμμα) [επικαλύπτω] νεοελλ. εξωτερικό σκέπασμα, κάλυμμα τής επιφάνειας, επένδυση αρχ. 1. κάλυμμα, μέσο συγκαλύψεως («πλοῦτος πολλῶν ἐπικάλυμμά ἐστι κακῶν», Μέν.) 2. (για το σώμα) οτιδήποτε καλύπτει ένα άνοιγμα …   Dictionary of Greek

  • επιφέρω — (AM ἐπιφέρω) νεοελλ. 1. επενεργώ, επιδρώ για δεύτερη φορά («θα επιφέρουμε τροποποιήσεις στο νομοσχέδιο») 2. αναφέρω συμπληρωματικά, επιλέγω, προσθέτω («επιφέρει παραδείγματα που ενισχύουν τους ισχυρισμούς του») 3. (για επιστολή) μεταφέρω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»