-
1 επικαλυμμα
1) анат. перепонка, клапан Arst.2) анат. крышка, щиток3) перен. покров, пелена, завеса(πολλῶν κακῶν Men.; ἐ. ἔχειν τῆς κακίας τέν ἐλευθερίαν NT.)
-
2 απολαυω
1) вкушать, наслаждаться(ποτῶν Xen.; μετρίως τινός Plat.)
ἀπολελαυκότες ὕπνου Plut. — хорошо поспавшие2) пользоваться, извлекать пользу(τινός Her., Dem.; τί τινος Thuc., Xen., Plut.; τι ἀπό τινος Plat. и τι ἔκ τινος Isocr.)
ἀντὴ πολλῶν πόνων σμικρὰ ἀ. Plat. — из многих трудов извлечь ничтожную выгоду3) изведывать, испытывать(φλαῦρόν τι Isocr.; πληγῶν Plut.)
ἀπολαῦσαι κακῶν Eur. — стать несчастным4) заражаться(ὀφθαλμία: ἀπό τινος Plat.)
5) насмехаться(τινός Plut.)
-
3 ιδρις
I- εως, ион. ιος adj. знающий, сведущий, искусный, опытныйπερὴ πάντων ἴδριες ἀνδρῶν νῆα ἐλαυνέμεν Hom. — (феакиицы), искуснейшие из всех в управлении кораблем;ἴ. μάχης Aesch. — опытный боец;κακῶν πολλῶν ἴ. Eur. — (Медея), искусная в разнообразных злодеяниях;κατὰ γνώμην ἴ. Soph. — правильно понимающий;οὐδὲν ἴ. Soph. — ни о чем не знающий, ничего не подозревающийIIἥ предусмотрительное или искусное (насекомое), т.е. муравей(ἴ. σωρὸν ἀμᾶται Hes.)
-
4 υποδυομαι
только один раз ὑποδύω (см. 2 у Xen.)1) погружаться, нырятьὑ. θαλάσσης κόλπον, ὑ. ὑπὸ κῦμα θαλάσσης Hom. и ὑ. ἐς τέν θαλάσσην Luc. — погружаться в море;
ὑ. ταῖς ἡδοναῖς Plut. — погружаться в наслаждения;ταῖς μνήμαις τινὸς ὑ. Plut. — предаваться воспоминаниям о ком(чем)-л.2) опускаться, приседатьὑποδύειν καὴ ἀναβάλλειν τὸν ἀναβάτην Xen. — (о лошади) приседать и сбрасывать всадника;
ὀφθαλμοὴ ὑποδεδυκότες Luc. — провалившиеся (впалые) глаза3) подходить снизу, подлезать, укрываться, прокрадыватьсяὑ. ὑπὸ τέν ζεύγλην Her. — надевать на себя ярмо (досл. подходить под ярмо);
τῇ πέλτῃ ὑποδύς Luc. — прикрывшись щитом;τέν πέτραν ὑπέδυ Plut. — он подлез под камень;ὑ. ὑπό τινος и ὑπό τι Arph. — скользнуть (юркнуть) под что-л.4) утихать, становиться смирным5) надевать себе на ноги(καττύματα Arph.)
ἄνυσόν ποθ΄ ὑποδυσάμενος Arph. — поскорее обуйся6) (о маске, виде и т.п.) надевать на себя, приниматьΠοσειδῶνα ὑποδεδυκώς Luc. — под маской Посидона или переодетый Посидоном;
ὑ. ὑπὸ τὸ σχῆμά τινος и ὑ. τὸ σχῆμά τινι Arst. — принимать вид чего-л.;ὑ. προγόνων ἀρεταῖς Plut. — прикрываться добродетелями предков7) вкрадываться, закрадываться, охватыватьὑποδύεται ταῖς ψυχαῖς ὁρμέ ἐς τοὺς κινδύνους Luc. — душами овладевает страсть к опасностям;
τίς μ΄ ὑποδύεται πλευρὰς ὀδύνα ; Aesch. — что за боль схватила меня?;ἀρρωστία ὑποδύεται Xen. — появляется расслабленность;πᾶσιν ὑπέδυ γόος Hom. — рыдание охватило всех;θαύματα καὴ τότε ὑπεδύετο περὴ αὐτά Plat. — уже тогда это казалось удивительным8) втираться, подольщатьсяἔπη δολερᾶς φρενὸς ὑπέδυ μοι Soph. — слова хитреца обольстили меня;
ὑ. τινα Plut. — заискивать у кого-л., втираться в доверие к кому-л.;τέν τῶν πολλῶν χάριν ὑ. Plut. — снискивать благоволение масс9) брать или принимать на себя, тж. предпринимать(τὸν πόλεμον Her.)
πάντα μὲν πόνον, πάντα δὲ κίνδυνον ὑ. Xen. — идти навстречу любым трудностям и любым опасностям;τέν αἰτίαν ὑποδύσασθαι Dem. — принять на себя ответственность;10) снизу выходить, вылезатьθάμνων ὑπεδύσετο Hom. — (Одиссей) выполз из кустов;
κακῶν ὑποδύσασθαι Hom. — выбраться из бед;ὑ. παρά τι Dem. — проскальзывать мимо чего-л., миновать что-л. - см. тж. ὑποδύνω
См. также в других словарях:
προσεξευρίσκω — Α [ἐξευρίσκω] 1. εξευρίσκω, εφευρίσκω επί πλέον («πολλῶν... κακῶν τῇ φύσει τῇ τῶν ἀνθρώπων ὑπαρχόντων αὐτοὶ πλείω... προσεξευρήκαμεν», Iσοκρ.) 2. ανακαλύπτω επιπροσθέτως … Dictionary of Greek
ρύμα — (I) ύματος, τὸ, Α βλ. ρύμα. (II) ύματος, τὸ, Α 1. υπεράσπιση, προστασία ή και σωτηρία 2. προπύργιο («μέγιστον ῥῡμα τῶν πολλῶν κακῶν [θάνατος]», Αισχύλ.) 3. στον πληθ. τὰ ῥύματα τα βοηθήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥύ τού ἔρυμαι «σώζω, προστατεύω» [βλ.… … Dictionary of Greek
Liste griechischer Phrasen/Eta — Eta Inhaltsverzeichnis 1 Ἡ ἀνάπαυσις τῶν πόνων ἐστὶν ἄρτυμα … Deutsch Wikipedia
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… … Dictionary of Greek
ορειβασία — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των … Dictionary of Greek
Θράκη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται ότι ήταν κόρη του Ωκεανού και της Παρθενόπης, αδελφή της Ευρώπης. Η Θ. ονομαζόταν Τιτανίς από τον Στέφανο τον Βυζάντιο, ο οποίος απέδιδε την καταγωγή της στον Ωκεανό. Σύμφωνα με τη μυθολογία, απέκτησε τον Βίθυ από … Dictionary of Greek
έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… … Dictionary of Greek
επικάλυμμα — το (Α ἐπικάλυμμα) [επικαλύπτω] νεοελλ. εξωτερικό σκέπασμα, κάλυμμα τής επιφάνειας, επένδυση αρχ. 1. κάλυμμα, μέσο συγκαλύψεως («πλοῦτος πολλῶν ἐπικάλυμμά ἐστι κακῶν», Μέν.) 2. (για το σώμα) οτιδήποτε καλύπτει ένα άνοιγμα … Dictionary of Greek
επιφέρω — (AM ἐπιφέρω) νεοελλ. 1. επενεργώ, επιδρώ για δεύτερη φορά («θα επιφέρουμε τροποποιήσεις στο νομοσχέδιο») 2. αναφέρω συμπληρωματικά, επιλέγω, προσθέτω («επιφέρει παραδείγματα που ενισχύουν τους ισχυρισμούς του») 3. (για επιστολή) μεταφέρω… … Dictionary of Greek