-
1 πολλαχοθεν
adv.1) из многих мест, из разнообразных источниковπ. ὁμολογεῖται Plat. — многими источниками подтверждается2) по многим соображениям, на многих основаниях, по многим причинам(π. ξυνέβη ἀναχωρῆσαι αὐτούς Thuc.)
π. ἔχω τεκμαιρόμενος εἰκάζειν Lys. — это я вправе заключить на основании многих случаев -
2 πολλαχοθι
-
3 πολλαχοσε
adv. во многие места, по многим направлениям Thuc.π. τῆς Ἀρκαδίας Xen. — во многие места Аркадии;
ἄλλοσε π. Plat. — во многие другие места
См. также в других словарях:
ομόσε — ὁμόσε (Α) επίρρ. 1. στην ίδια κατεύθυνση, στον ίδιο τόπο 2. μαζί με έναν άλλο, συγχρόνως 3. κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, την ίδια στιγμή, ταυτόχρονα 4. φρ. α) «ὁμόσε χωρῶ τινι» και «ὁμόσε βαδίζω τινί» έρχομαι σε αντίθεση, αντιτίθεμαι σε κάποιον … Dictionary of Greek