-
1 πολιτεία
πολιτεία, ας, ἡ (πολίτης; Hdt.+; ins, pap; 2, 3, 4 Macc; TestAbr A 20 p. 104, 7 [Stone p. 56]; ApcMos prol.; Philo, Joseph., Just., Tat.)① the right to be a member of a sociopolitical entity, citizenship (Hdt. 9, 34; X., Hell. 1, 1, 26; 1, 2, 10; 4, 4, 6; Polyb. 6, 2, 12; Diod S 14, 8, 3; 14, 17, 3; Cyr. Ins. 57; 59; Gnomon [=BGU V 1] 47; 3 Macc 3:21, 23; Jos., Ant. 12, 119) lit., of Roman citizenship (Dio Chrys. 24 [41], 2 Ῥωμαίων π.; Ael. Aristid. 30, 10 K.=10 p. 117 D.; IG IV2/1, 84, 33 [40/42 A.D.]; Jos., Bell. 1, 194 and Vi 423 π. Ῥωμαίων.—WRamsay, The Social Basis of Roman Power in Asia Minor ’41) πολιτείαν ἐκτησάμην Ac 22:28.—In a transf. sense, this transl. is poss. (EHaupt, PEwald et al.) for Eph 2:12, but not very probable (s. 2 below).② a sociopolitical unit or body of citizens, state, people, body politic (Thu. 1, 127, 3; Pla., Rep. 10, 619c; Diod S 5, 45, 3; Appian, Bell. Civ. 2, 19 §68; Just., A II, 10, 6) ἀπηλλοτριωμένοι τ. πολιτείας τοῦ Ἰσραήλ alienated from the people of Israel Eph 2:12 (so HvSoden, MDibelius, NRSV et al.; s. 1 above).③ behavior in accordance with standards expected of a respectable citizen, way of life, conduct (Athen. 1, 19a; Herm. Wr. in Stob. p. 486, 24 Sc. ἡ τῶν ἀνθρώπων ἄγριος πολιτεία; Ps.-Liban., Charact. Ep. p. 34, 2; 47, 8; 10; Biogr. p. 261; TestAbr A 20 p. 104, 7 [Stone p. 56]; ApcMos prol.; Just., A I, 4, 2 al.; Tat.) Dg 5:4; ἀγαθὴ πολ. MPol 13:2; ἡ ἀπʼ ἀρχῆς ἀνεπίληπτος πολ. 17:1; ἡ πανάρετος καὶ σεβάσμιος πολ. 1 Cl 2:8. οἱ πολιτευόμενοι τὴν ἀμεταμέλητον πολιτείαν τοῦ θεοῦ those who follow God’s way of life, that brings no regrets 54:4 (πολιτεύεσθαι πολιτείαν in Nicol. Dam.: 90 Fgm. 126 Jac. and in the Synagogue ins fr. Stobi [c. 100 A.D.] lines 6f: ZNW 32, ’33, 93f).—DELG s.v. πόλις. M-M. TW. Spicq. -
2 πολιτεία
πολῑτείᾱ, πολιτείαcondition and rights of a citizen: fem nom /voc /acc dualπολῑτείᾱ, πολιτείαcondition and rights of a citizen: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————πολῑτείᾱͅ, πολιτείαcondition and rights of a citizen: fem dat sg (attic doric aeolic) -
3 πολιτείᾳ
Βλ. λ. πολιτεία -
4 πολιτεία
-ας + ἡ N 1 0-0-0-0-8=8 2 Mc 4,11; 8,17; 13,14; 3 Mc 3,21.23citizenship 3 Mc 3,21; daily life, mode of life 2 Mc 4,11; polity, nation 2 Mc 8,17Cf. SHIPP 1979, 468-469; SPICQ 1978a, 710-720 -
5 πολιτεία
A condition and rights of a citizen, citizenship, Hdt.9.34, Th.6.104, etc.;π. δοῦναί τινι X.HG1.2.10
: pl., grants of citizenship, Arist.Ath.54.3.2 the daily life of a citizen, And.2.10, D. 19.184;ἐν εἰρήνῃ καὶ π. Id.20.122
; life, living,ἡ ἐν Βοιωτίᾳ π. Plb.18.43.6
; so perh. Ep.Eph.2.12.3 concrete, body of citizens, Arist.Pol. 1292a34.4 = Lat. civitas in geographical sense, SIG888.118 (Scaptopara, iii A. D.), Mitteis Chr.78.6 (iv A. D.), etc.II government, administration, Ar.Eq. 219, X.Mem.3.9.15, etc.;ἄγειν τὴν π. Th.1.127
;πρασύτατα καὶ ἀσελγέστατα τῇ π. κεχρῆσθαι Hyp.Eux.29
; course of policy,τῇ π. καὶ τοῖς ψηφίσμασι D.18.87
, cf. 9.3 (pl.), 18.263;ἡ Κλεοφῶντος π. Aeschin.3.150
;ἡ πρὸς Ῥωμαίους ὁμιλία καὶ π. Str.16.2.46
: pl., acts of policy, J.Vit.65.2 tenure of public office,πᾶσαν π. ἐπιφανῶς ἐκτελέσαι IG4.716.6
([place name] Hermione);ἐν τοῖς τῆς π. χρόνοις IPE12.32B76
(Olbia, iii B. C.).III civil polity, constitution of a state, Antipho 3.2.1, Th.2.37, etc.;τὴν ἐλευθερίαν.., μᾶλλον δὲ καὶ τὰς π. D.18.65
; form of gouernment, Pl.R. 562a, etc.;ὁμολογοῦνται τρεῖς εἶναι π., τυραννὶς καὶ ὀλιγαρχία καὶ δημοκρατία Aeschin.1.4
, cf. Arist.Pol. 1293a37, etc.;αἱ τέτταρες π. Pl.R. 544b
;ἥτις ἂν π. συμφέρῃ Lys.25.8
;π. ἐστὶ τάξις ταῖς πόλεσιν ἡ περὶ τὰς ἀρχάς Arist.Pol. 1289a15
, cf. 1274b26 (pl.), 1289b27 (pl.); ὅπου μὴ νόμοι ἄρχουσιν οὐκ ἔστι π. ib. 1292a32; τὴν ἀρίστην πολιτεύεσθαι π. ib. 1288b31, cf. X.Ath.1.1, etc.2 esp. republican government, free common-wealth, Arist.EN 1160a34, Pol. 1293b22; ὅταν δὲ τὸ πλῆθος πρὸς τὸ κοινὸν πολιτεύηται συμφέρον, καλεῖται π. ib. 1279a39;ἄπιστον ταῖς π. ἡ τυραννίς D.1.5
;οὐ γὰρ ἀσφαλεῖς ταῖς π. αἱ πρὸς τοὺς τυράννους.. ὁμιλίαι Id.6.21
;τοὺς τὰς π. μεθιστάντας εἰς ὀλιγαρχίαν Id.15.20
;ταῖς μὲν π. πολεμοῦσι τὰς δὲ μοναρχίας συγκαθιστᾶσι Isoc.4.125
;ἔστι δήμου ἡ π. βίος Plu.2.826c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολιτεία
-
6 πολιτείας
πολῑτείᾱς, πολιτείαcondition and rights of a citizen: fem acc plπολῑτείᾱς, πολιτείαcondition and rights of a citizen: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 μοναρχικός
A monarchical, ; τὸ μ., = μοναρχία, ib. 693e; [πολιτεία] ἔχουσα μοναρχικὸν οὐδέν Arist.Pol. 1266a6
;ἐξουσία -κωτέρα Plb.10.26.2
.2 of persons, inclined to monarchy, App.BC 5.54. Adv. [comp] Comp. -κώτερον Plu.Num.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μοναρχικός
-
8 πολίτευμα
A business of government, act of administration, D.18.108, 136: more freq. in pl., measures of government or institutions, Pl.Lg. 945d, Isoc.7.78;τῶν τοιούτων π. οὐδὲν πολιτεύομαι D.8.71
; ἔν τε τοῖς κατὰ τὴν πόλιν π. καὶ ἐν τοῖς Ἑλληνικοῖς both in my home and foreign policy, Id.18.109;κάλλιστον π. ἐποιήσατο IG42(1).81.9
(Epid., i A. D.); π. Catonis Cic.Att.6.1.13, cf.9.7.3.II the concrete of , the government,π. ἐστὶν ἡ πολιτεία Arist.Pol. 1278b11
, cf. 1279a26, 1283b31, etc.; οἱ ἐν π. the citizens, ib. 1303b26, cf. 1305b34;τὸ τῆς δημοκρατίας π. Aeschin.2.172
;τὸ πάτριον π. Plb.5.9.9
, cf. 4.25.7 (pl.); π. ἀκέραια, σωφρονικά, Id.1.13.12, D.H.1.41;τὰ π.
free republics,D.S.
18.69; form of government, πολίτεομα (sic)εἶναι ἐν Χίῳ δῆμον SIG283.3
(Edict of Alexander, Chios, iv B.C.), cf. Decr.[dialect] Att. ap. Plu.2.851f.III citizen rights, citizenship,ἀξίους τοῦ παρ' ὑμῖν π. IG9(2).517.6
(Larissa, Epist. Philipp. V), etc.: metaph.,ἡμῶν τὸ π. ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει Ep.Phil.3.20
.IV concrete, body of citizens,τὸ π. τὸ Μιλησίων SIG633.59
(Milet., ii B. C.), cf. OGI229.60 (Smyrna, iii B.C.), etc.; souereign body, Arist.Pol. 1302b16, 1332b31;π. ἔστω οἱ μύριοι Abh.Berl.Akad.1925
(5).6 ([place name] Cyrene); πᾶν τὸ π. ib.7.2 corporate body of citizens resident in a foreign city, Καυνίων τὸ π. (at Sidon) OGI592;τὸ π. τῶν ἐν Βερενίκῃ Ἰουδαίων CIG5361.21
; τὸ π. τῶν Κρητῶν (in Egypt) PTeb.32.17 (ii B.C.).b generally, corporate body, association,τὸ π. τῶν γυναικῶν BCH15.182
,205 ([place name] Panamara); τὸ π. τινός founded by a person, Sammelb. 5793 (i A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολίτευμα
-
9 συνοράω
A to be able to see, have within the range of one's vision,πυρὰ ἔκαιον καὶ συνεώρων ἀλλήλους X.An.4.1.11
, cf. 5.2.13, Arr.An.5.11.2; θυρεὸν.. οὗ τὴν ἐπιγραφὴν οὐκ ἦν συνιδεῖν the inscription on which it was impossible to make out, Inscr.Délos 1417 A i 23 (ii B.C.);εἵ τις μὴ συνορῴη τὸ γινόμενον ἀλλὰ διὰ τῆς ἀκοῆς μόνον κρίνοι Artemo
ap.Ath.14.637e;συνιδόντες [τὸν στόλον].. ἀνήγοντο Plb.1.23.3
, cf. 1.28.7, 3.66.3, PRein.18.17 (ii B.C.), LXX 2 Ma.15.21, al., Plu.2.940d:—[voice] Pass.,δύνασθαι δεῖ συνορᾶσθαι τὴν ἀρχὴν καὶ τὸ τέλος Arist.Po. 1459b19
.II see, comprehend,ταῦτα πάντα Pl.Lg. 904b
, D.1.28;τὰ πολλαχῇ διεσπαρμένα Pl.Phdr. 265d
, cf. Lg. 965b;πράγματα συνιδεῖν ἱκανός Memn. 3.2
; δεινὴ φύσιν μικρῶν παιδίων συνιδεῖν εὐπρεπῆ clever at picking out or detecting.., D.59.18;νόμοι.. ῥᾴδιοι συνιδεῖν Isoc.12.144
;ἡ τῶν δημοσίων γραμμάτων φυλακὴ.. ἀπέδωκε τῷ δήμῳ, ὁπόταν βούληται, συνιδεῖν τοὺς πάλαι μὲν πονηρούς, ἐκ μεταβολῆς δ' ἀξιοῦντας εἶναι χρηστούς Aeschin.3.75
;οὐδεὶς ἐφ' αὑτοῦ τὰ κακὰ συνορᾷ,.. ἑτέρου δ' ἀσχημονοῦντος ὄψεται Men.631
;ὀρθῶς συνεώρακε τὸ ἀγνόημα Hipparch. 2.3.20
;τὸ πλῆθος τῶν τόνων συνιδεῖν Ptol.Harm.2.9
; συνιδεῖν ἦν τῷ προσέχοντι τὸν νοῦν [ἡ ἀρχὴ] ἰσχυρὰ οὖσα, i.e. one might see that it was.., X.An.1.5.9;εἰ μέλλοι τις τὰ διαφέροντα καθαρίως ἐν [τῇ Ῥωμαίων πολιτείᾳ] συνόψεσθαι Plb.6.3.4
;συνιδὼν.. ἰσχυρὸν ὑπάρχοντα.. τὸν ἀέρα Ph.Bel.77.17
; , cf. 635; μάχην οὗτος οὐ συνορᾷ he doesn't see any contradiction, Arr.Epict.1.5.8, cf. 2.19.1;τὴν κοινότητα συνορᾶν Plu.2.34c
, cf. 950d,977e, Cam.40;ὁ Κάλχας οὐ συνεῖδε τὸν καιρόν Id.2.29c
; τὸ αἴτιον ἐκ τῶν νῦν λεχθέντων ς. Arist.GA 772b11, cf. Plb.1.4.7; freq. in Epicur., Nat.28.11, al.;σ. περὶ τῶν ἀδήλων Ep.1p.5U.
;ἐκ τῶν λέξεων Nat.28.6
; ἐν τοῖς τοιούτοις ἀκροαταῖς οἳ οὐ δύνανται διὰ πολλῶν συνορᾶν οὐδὲ λογίζεσθαι πόρρωθεν cannot see an argument built up from many particulars, Arist.Rh. 1357a4;συνεωρακέναι καὶ λελογίσθαι ὅτι.. D.45.68
;συνορᾶν ὅτι.. Isoc.5.56
, Epicur.Fr.53, Sor.1.46, Plu. 2.698e;ὡς.. Thphr.Sens.36
, Luc.JTr.42;χαλεπὸν συνιδεῖν εἰ.. Isoc.2.7
;σ. ποία πολιτεία ἀρίστη Arist.EN 1181b21
;πότερον.. Id.Ph. 241b32
:—[voice] Pass., οὔπω συνῶπται ἱκανῶς has not yet been sufficiently observed, Id.GA 762a34, cf. HA 580a20;ἐκ τούτου πρῶτον συνοφθῆναι τὴν δύναμιν Thphr.HP9.10.2
.2 pay attention to, see to a thing, ; πρὸς τοὺς χρόνους τῆς ὥρης.. συνορῆν, ὅκως.. ib.4.3 [tense] aor. part. συνιδών, having become aware of, Act.Ap.12.12; συνιδόντες κατέφυγον ib.14.6.III resolve, c. inf., Lyd.Mag.3.26, Cod.Just.1.4.29.8; συνορῶ τέως ἐν ταυτότητι μεῖναι τὰς ῥύσεις I desire that.., POxy.940.2 v A.D.); decide judicially, PMonac.1.20, 6.55, al. (vi A.D.);ἐὰν συνίδῃ δεόμενον τὸ πρᾶγμα ζητήσεως Cod.Just.4.20.15.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνοράω
-
10 Государство
Philosophy: "The Republic" (Греч. Πολιτεία -- диалог Платона, посвященный проблеме идеального государства.) -
11 государство
Philosophy: "The Republic" (Греч. Πολιτεία -- диалог Платона, посвященный проблеме идеального государства.) -
12 πολιτείαι
-
13 πολιτεῖαι
-
14 πολιτειάν
-
15 πολιτειᾶν
-
16 πολιτειών
-
17 πολιτειῶν
-
18 πολιτείαι
πολῑτείᾱͅ, πολιτείαcondition and rights of a citizen: fem dat sg (attic doric aeolic) -
19 πολιτείαιν
πολῑτείαιν, πολιτείαcondition and rights of a citizen: fem gen /dat dual -
20 πολιτείαις
πολῑτείαις, πολιτείαcondition and rights of a citizen: fem dat pl
См. также в других словарях:
πολιτεία — η, ΝΜΑ, ιων. τ. πολητηΐη, Α [πολιτεύομαι] 1. (στην αρχαιότητα) α) η μορφή τής κρατικής οργάνωσης που υιοθετούν οι πολίτες μιας χώρας, ο τύπος τού πολιτεύματος (α. «ὁμολογοῦνται τρεῑς εἶναι πολιτεῑαι, τυραννίς καὶ ὀλιγαρχία καὶ δημοκρατία», Αισχίν … Dictionary of Greek
πολιτεία — η 1. το πολίτευμα μιας χώρας: Πολιτεία δημοκρατική. 2. το έδαφος, ο λαός και η πολιτική εξουσία μιας χώρας, αλλ. κράτος: Η ελληνική πολιτεία. 3. μτφ., τρόπος συμπεριφοράς και δράσης: Η πολιτεία του στην Κατοχή δεν ήταν καλή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολιτεία — πολῑτείᾱ , πολιτεία condition and rights of a citizen fem nom/voc/acc dual πολῑτείᾱ , πολιτεία condition and rights of a citizen fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιτείᾳ — πολῑτείᾱͅ , πολιτεία condition and rights of a citizen fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νέα Πολιτεία — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ.) στην πρώην επαρχία Αττικής του νομού Ανατ. Αττικής. Βρίσκεται Ν της κοινότητας Σκάλας Ωρωπού … Dictionary of Greek
πάρα — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… … Dictionary of Greek
παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… … Dictionary of Greek
Παχάνγκ — Πολιτεία της Μαλαισίας στο Α τμήμα της Μαλαϊκής χερσονήσου, στη λεκάνη του ομώνυμου ποταμού. Έχει έκταση 35.800 τ.χλμ. και ο πληθυσμός της περιλαμβάνει Μαλαισίους, Κινέζους και Ινδούς. Διοικητικό κέντρο της Π. είναι η πόλη Κουατάν. Η πολιτεία… … Dictionary of Greek
Πέρακ — Πολιτεία της Μαλαισίας στο ΒΔ τμήμα της Μαλαϊκής, στη λεκάνη του ομώνυμου ποταμού. Έχει έκταση 21.005 τ. χλμ. και πληθυσμό ... κάτ. Διοικητικό κέντρο της Π. είναι η πόλη Ιπόχ. Η πολιτεία αυτή είναι μια από τις περισσότερο ανεπτυγμένες της… … Dictionary of Greek
Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… … Dictionary of Greek
Μαίην — Πολιτεία των ΗΠΑ. Βλ. λ. Μέιν … Dictionary of Greek