-
1 βρυαλίκται
βρυαλίκται, οἱ, Ibyc. frg. 50; von Hesych. πολεμικοί, ὀρχησταί erkl.
-
2 νόμος
νόμος, ὁ, eigtl. das Zugetheilte, was Einer in Gebrauch genommen, Gebrauch, Herkommen und das dadurch gesetzlich Gewordene, Gesetz, Verordnung; als Lesart Zenodots Odyss. 1, 3, πολλῶν δ' ἀνϑρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόμον ἔγνω, s. Scholl.; Hes. O. 278. 390 Th. 66. 417; ἐν ϑεῶν νόμοις Pind. P. 2, 43, öfter; νεοχμοῖς δὲ δὴ νόμοις Ζεὺς κρατύνει, Aesch. Prom. 150; νόμῳ πόλεως, Suppl. 383; Δίκη ξύνεδρος Ζηνὸς ἀρχαίοις νόμοις, Soph. O. C. 1384; οἳ τούςδ' ἐν ἀνϑρώποισιν ὥρισαν νόμους, Ant. 448; νόμους ὑπερβαίνουσα τοὺς προκειμένους 477, öfter; übh. Vorschrift, Regel, φύλασσε πρῶτα μὲν νόμον τὸ μή 'πιϑυμεῖν περισσὰ δρᾶν, Tr. 613; πειϑαρχεῖν τοῖς δεδογμένοις νόμοις, Ar. Eccl. 762. Die Alten leiteten νόμος, das Gesetz, von νέμειν ab, a suum cuique tribuendo, Cic. Legg. 1, 19. Κατὰ νόμους, den Gesetzen gemäß, Aesch. Suppl. 385; u. so in Prosa überall, οἱ κατὰ νόμον ϑεοί, Plat. Legg. X, 904 a, vgl. III, 684 a, wie παρὰ νόμον, wider das Gesetz, Aesch. Eum. 164; Plat. Tim. 83 e u. Folgde. In Athen hießen bes. Solon's Gesetze νόμοι, vgl. ϑεσμός, u. die folgenden durch Volksbeschluß zum Gesetz erhobenen Bestimmungen; νόμοι καϑεστῶτες, Ar. Nubb. 1382; κείμενος, Ran. 760; über die in Prosa gew. Verbindungen νόμον τίϑεσϑαι, λύειν u. ä. s. diese Verba; ὁ περὶ τὸν ἔρωτα νόμος, Plat. Conv. 182 a; er setzt oft φύσει – νόμῳ einander entgegen, Prot. 337 c Menex. 245 d; vgl. Her. 4, 39 u. Arist. eth. 1, 3. – Sitte, Brauch; κατὰ νόμους ἀφικτόρων, Aesch. Suppl. 217; Κισσίας νόμοις πολεμιστρίας, Ch. 418; Soph. Ai. 544; Pind. vrbdt φαρμάκων μαλακόχειρα νόμον, N. 3, 53, der Gebrauch der mit weicher Hand aufzulegenden Heilmittel; – oft bei Her., ἐμίσγετό οἱ ού κατὰ νόμον, 1, 61; ἐξαπατᾶν τοὺς εὖ ποιεῦντας νόμος ἐστί οἱ, 1, 90, öfter; ὁ τῶν Σκυϑῶν νόμος, der Scythen Brauch, Plat. Legg. VII, 795 a; νόμῳ καὶ ἔϑει, Crat. 384 d; τετράποδος νόμον, v. l. νόμῳ, Phaedr. 250 e; Sp., οὐ γάρ τοι ϑήρεσσι νόμος, Opp. Cyn. 3, 151; sprichwörtlich νόμος καὶ χώρα, ländlich, sittlich, Zenob. 5, 25; – χειρῶν νόμος, Faust- od. Gewaltrecht, Kriegsrecht, ἐς χειρῶν νόμον ἀπικέσϑαι, d. i. handgemein werden, Her. 9, 48; ἐν χειρῶν νόμῳ ἀπόλλυσϑαι, 8, 89; ἐν χειρῶν νόμῳ καταφϑείρεσϑαι, μεταλλάξαι u. ä. oft Pol. (vgl. χείρ). – In der musikalischen Kunstsprache bedeutet νόμος im Allgemeinen die Tonweise, Harmonie; νόμοι ᾠδῆς, H. h. Apoll. 20; ἐπηλάλαξαν Ἀραὶ τὸν ὀξὺν νόμον, Aesch. Spt. 935; ὀρϑίοις ἐν νόμοις, Ag. 1124, wie Ar. Equ. 1276; κρεκτὸν γοήτων νόμον μεϑήσομεν πόλει, Ch. 809; Ar. Pax 1160; νόμοι κιϑαρῳδικοί, Ran. 1280; Ὀλύμπου, Equ. 9, öfter; ὥςπερ τοῦ τῆς Αϑηναίας νόμου προαύλιον, Plat. Crat. 417 e; κιϑαρῳδικῆς ᾠδῆς λεγομένων νόμων προοίμια, Legg. IV, 722 d; πολεμικοί, Thuc. 5, 69; καὶ ἅμα ἐχόρευον νόμῳ τινὶ ᾄδοντες, Xen. An. 5, 4, 17; Sp., wie Pol. 4, 20, 9; Arist. probl. 19, 28; nach Schol. Ar. Equ. 9 bes. οἱ εἰς ϑεοὺς ὕμνοι. Bes. hieß so eine mit dem Dithyrambus verwandte alte Liederart, die zur Cither od. Flöte einer Gottheit, bes. dem Apollo zu Ehren angestimmt wurde.
-
3 ζωστήρ
ζωστήρ, ῆρος, ὁ, der Gürtel; in der Il. der Leibgurt der Krieger, welcher unterhalb des Brustpanzers, ϑώραξ, über den Hüften, den Bauch u. die Weichen deckt; er war an den Panzer mit Haken od. Schlössern befestigt, ὅϑι ζωστῆρος ὀχῆες χρύσειοι σύνεχον καὶ διπλόος ἤντετο ϑώρηξ Il. 4, 132. 20, 415; er war wahrscheinlich mit Metall von künstlicher Arbeit belegt u. heißt daher δαιδάλεος, παναίολος, 4, 135. 186; auch φοίνικι φαεινός, 7, 305; vgl. noch 11, 236 οὐδ' ἔτορε ζωστῆρα παναίολον, ἀλλὰ πολὺ πρὶν ἀργύρῳ ἀντομένη μόλιβος ἃς ἐτράπετ' αἰχμή, wo aus dem vorhergehenden Verse κατὰ ζώνην ϑώρηκος ἔνερϑεν νύξε hervorgeht, daß ζωστήρ u. ζώνη (s. oben) dasselbe bedeuten. Od. 14, 72 ist es der Gürtel, mit dem der Sauhirt den Rock fester gürtet, wenn er ausgehen will, vgl. Theocr. 7, 18. Nach Aristarch. von ζῶμα unterschieden, Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 121. Vgl. noch Her. 9, 74 ἐκ τοῦ ζωστῆρος τοῦ ϑώρηκος ἐφόρεε δεδεμένην ἄγκυραν. Von den Amazonen, Pind. frg. 158. Von Frauen Paus. 1, 31, 1 λύσασϑαι τὸν ζωστῆρα ὡς τεξομένην. – Bei Callim. H. Apoll. 85 adject., ζωστῆρες Ἑνυοῦς ἀνέρες, gegürtet, gewappnet, nach Schol. οἱ πολεμικοί. – Allgemein heißt es Antp. Th. 37 (IX, 421) ἃς (νήσους) κελαδεινὸς ζωστὴρ Αἰγαίου κύματος ἐντὸς ἔχει. – Bei den Aerzten ein Hautausschlag rings um den Leib, Plin. H. N. 26, 11, vgl. ζώνη. – Beim Schiffe, Bretter, die rings um das Schiff laufen u. es zusammenhalten, Hel. 1, 1 u. a. Sp., vgl. ὑπόζωμα. – Bei Theophr. eine Art Meertang.
См. также в других словарях:
πολεμικοί — πολεμικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρειος — I (Λιβύη περ. 260 μ.Χ. – 336 μ.Χ.). Θεολόγος και κληρικός, ιδρυτής της αίρεσης του αρειανισμού. Σπούδασε στην Αντιόχεια αρχικά, όπου υπήρξε μαθητής του Λουκιανού, και στη συνέχεια στη Σχολή της Αλεξάνδρειας. Στην Αλεξάνδρεια συνδέθηκε με τον… … Dictionary of Greek
βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… … Dictionary of Greek
διόσκουροι — Δίδυμοι θεοί, των οποίων ο αστερισμός αντιστοιχούσε στο ζώδιο των Διδύμων. Η λατρεία τους ήταν κοινή στους ινδοευρωπαϊκούς λαούς· συναντώνται στις Ινδίες (Ασβίνοι), στους Κέλτες, που πίστευαν ότι οι Δ. είχαν γεννηθεί από τον ωκεανό, και στους… … Dictionary of Greek
εύκοσμος — η, ο (ΑΜ εὔκοσμος, ον) 1. αυτός που έχει κοσμιότητα στους τρόπους του, αυτός που έχει καλή συμπεριφορά, πειθαρχημένος, φρόνιμος, σεμνός 2. αυτός που γίνεται με ευπρέπεια, με σεμνότητα, με κοσμιότητα (α. «εύκοσμη συμπεριφορά» β. «οὐκ εὔκοσμον… … Dictionary of Greek
ναυτικό — Το σύνολο των πλοίων και των κάθε είδους πλωτών μέσων, των λιμανιών, των ναυτικών εγκαταστάσεων και των πληρωμάτων, με τα οποία αναπτύσσεται η ανθρώπινη δραστηριότητα στη θάλασσα. Διακρίνεται στο εμπορικό ν. ή εμπορική ναυτιλία, που ασχολείται με … Dictionary of Greek
πελέκι — Κατέχει σημαντική θέση ανάμεσα στα εργαλεία που χρησιμοποίησε ο προϊστορικός άνθρωπος. Εμφανίστηκε από τη νεολιθική εποχή, όταν η ανάπτυξη της γεωργίας ανάγκασε τον άνθρωπο να ξεχερσώσει τα απέραντα δάση των εύκρατων χωρών για να δημιουργήσει… … Dictionary of Greek
χαλκός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cu· ανήκει στην πρώτη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 29, ατομικό βάρος 63,54, δύο σταθερά ισότοπα (Cu63 και Cu65) και 9 ραδιενεργά, από αριθμό μάζας 58 έως 68.… … Dictionary of Greek
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek
Αζτέκοι — Ιθαγενής λαός του Μεξικού, που από τον 14ο έως τον 16ο αι. επέβαλε την κυριαρχία του σε μεγάλο μέρος της Κεντρικής Αμερικής. Για την προέλευση και την αρχική ιστορία της φυλής αυτής έχουν δημιουργηθεί πολυάριθμοι θρύλοι. Σύμφωνα με έναν από… … Dictionary of Greek
Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… … Dictionary of Greek