Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ποικῐλ-τής

См. также в других словарях:

  • ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… …   Dictionary of Greek

  • NICIAS — I. NICIAS Atheniensis pictor, qui diligentissime mulieres pinxit, Plin. l. 35. c. 11. Hic in artem tanta contentione animi incubuisse dicitur, ut cibum sumere saepe oblitus sit. Aelian. ποικιλ. l. 3. c. 31. Vide Pausan. in Attic. et Stobaeum Serm …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»