-
1 ποιητής
[пиитис] ουσ. а поэт,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ποιητής
-
2 поэт
-
3 поэт
-а α., -тесса, -ы θ.ποιητής, -τρια•наш национальный поэт Д. Соломос ο εθνικός μας ποιητής Δ. Σολωμός.
|| παλ. συγγραφέας. -
4 поэт
ο ποιητήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > поэт
-
5 преобразователь
эл. о μετατροπέας, о μετασχηματιστής, ο μεταρρυθμιστής, ο με-ταλλακτήραςаналого-цифровой - ο ψηφιο-ποιητής, το ηλεκτρονικό κύκλωμα μετατροπής του αναλογικού σήματος σε ψηφιακόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > преобразователь
-
6 стихотворец
ο στιχοποιός, ο στιχουργός, (поэт) о ποιητής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стихотворец
-
7 знаменитостьый
знаменитость||ыйприл διάσημος, φημισμένος, ἐπιφανής:\знаменитостьыйый поэт ὁ διάσημος ποιητής. -
8 песенник
песен||никм1. (сборник) ἡ ἀνθολογία τραγουδιών2. (сочинитель) ὁ συνθέτης (или ὁ ποιητής) τραγουδιών, ὁ ἀσματοποιός, ὁ ἀσματογράφος·3. (певец) ὁ τραγουδιστής. -
9 поэт
поэтм ὁ ποιητής. -
10 скальд
скальдм ист. ὁ σκάλδος (σκανδιναοός ποιητής). -
11 стихотворениеорец
стихотворение||орецм ὁ ποιητής, ὁ στιχουργός. -
12 трагик
трагикм1. (актер) ὁ τραγικός ἡθοποιός, ὁ τραγωδός·2. (автор) ὁ τραγικός (συγγραφέας, ποιητής). -
13 стихотворец
[σπχατβόριτς] ουσ. α ποιητής -
14 стихотворец
[σπχατβόριτς] ουσ α ποιητής -
15 бездарный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно;ο χωρίς ταλέντο•бездарный поэт ποιητής χωρίς ταλέντο•
-ые стихи άτεχνοι στίχοι.
-
16 версификатор
-а α.στιχουργός, ποιητής. || στιχουργός της κακής ώρας. -
17 делатель
-я α.(γραπ. λόγος) κατασκευαστής, πλάστης, πλαστουργός, ποιητής. -
18 лирик
-а α.λυρικός ποιητής. -
19 лирический
επ.λυρικός•лирический поэт λυρικός ποιητής•
-ое отступление λυρική παρέκβαση•
лирический беспорядок ποιητική ακαταστασία.
-
20 незрелый
επ., βρ: -рл, -а, -о (κυρλξ, κ. μτφ.) ανώριμος, άγουρος, ανωρίμαστος, αγίνωτος•-ая груша άγουρο αχλάδι•
незрелый йноша ανώριμος νεανίας•
-ые годы τα ανώριμα νεανικά χρόνια•
незрелый поэт ανώριμος ποιητής•
-ая мысль ανώριμη σκέψη.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ποιητής — maker masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιητής — ο, θηλ. ποιήτρια, ΝΜΑ, και θηλ. ποιητρίς, ίδος, Α [ποιώ] 1. ο δημιουργός ποιημάτων, αυτός που εκφράζει τα βιώματά του σε έμμετρο λόγο, με φροντισμένη γλωσσική έκφραση 2. ο δημιουργός τού κόσμου, ο θεός, ο πλάστης (α. «Πιστεύω εις ένα Θεόν...… … Dictionary of Greek
ποιητής — ο θηλ. ήτρια 1. ο δημιουργός, ο κατασκευαστής: Ο ποιητής του κόσμου, ο Θεός. 2. ο λογοτέχνης που συνθέτει έμμετρα έργα, ποιήματα: Νεοέλληνες ποιητές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποιητῆς — ποιητός made fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκίπης, Σωτήρης — Ποιητής (1881 1952). Γεννήθηκε στην Αθήνα αλλά τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στη Λάρισα. Το 1897 ήρθε στην Αθήνα, όπου σε ηλικία 20 ετών κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή. Το 1904 διεύθυνε μαζί με τον Αρ. Καμπάνη το περιοδικό Ακρίτας.… … Dictionary of Greek
Πολύμνηστος — Ποιητής και μουσικός από τη Κολοφώνα της Ιωνίας, που άκμασε τον 6o αι. π.Χ. Τελειοποίησε την αυλωδία του Κλονά του Τεγεάτη, έγραψε δε άσεμνα άσματα, τα οποία ψάλλονταν με συνοδεία αυλού. Ο Π. νίκησε στις τρεις πρώτες πυθιάδες το 586, το 582 και… … Dictionary of Greek
κέρκωψ — Ποιητής από τη Μίλητο, που έζησε σε αδιευκρίνιστη περίοδο της αρχαιότητας. Θεωρείτο Ορφικός και, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ήταν ο ποιητής όλων των έργων που αποδίδονταν στον Ορφέα. Τα ποιήματα Ιερός Λόγος και Εις Άδου κατάβασιν θεωρούνται… … Dictionary of Greek
Φρύνις — Ποιητής και μουσουργός από τη Μυτιλήνη (5αι. π.χ.). Λένε πως στις 7 χορδές της κιθάρας πρόσθεσε άλλες 2. Ο Αριστοφάνης τον ειρωνεύτηκε για τις καινοτομίες του. * * * ύνιδος, ὁ, Α όνομα κωμικού ποιητή. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φρύνη] … Dictionary of Greek
πολύμνηστος — Ποιητής και μουσικός από τη Κολοφώνα της Ιωνίας, που άκμασε τον 6o αι. π.Χ. Τελειοποίησε την αυλωδία του Κλονά του Τεγεάτη, έγραψε δε άσεμνα άσματα, τα οποία ψάλλονταν με συνοδεία αυλού. Ο Π. νίκησε στις τρεις πρώτες πυθιάδες το 586, το 582 και… … Dictionary of Greek
Ξενόδαμος — Ποιητής και μουσικός από τα Κύθηρα. Ο Πλούταρχος τον αναφέρει σαν έναν από τους αρχηγούς της μουσικής σχολής που είχε ιδρύσει στη Σπάρτη ο Θαλής από την Κρήτη. Ο Πλούταρχος λέει επίσης ότι στην εποχή του σωζόταν ακόμα κάποια ωδή του. Μερικοί… … Dictionary of Greek
Πίγρης — Ποιητής από την Αλικαρνασσό. Λέγεται πως είχε γράψει τα ποιήματα Μαργίτης και Βατραχομυομαχία, που αποδίδονται στον Όμηρο … Dictionary of Greek