-
1 велосипедист
-
2 велосипедист
ο ποδηλάτης, ο ποδηλατιστής-ка η ποδηλάτισσα, η ποδηλατίστριαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > велосипедист
-
3 велосипедист
велосипед||и́стм ὁ ποδηλάτης, ὁ ποδηλατιστής, ὁ ποδηλατοδρόμος. -
4 самокатчик
самокат||чикм воен. ὁ ποδηλάτης, ὁ στρατιώτης ποδηλατιστής. -
5 велосипедист
-а α. –ка, -и θ.ποδηλάτης, ποδηλατιστής. -
6 самокатчик
-а α.(στρατ. παλ.) στρατιώτης-ποδηλατιστης.
См. также в других словарях:
ποδηλατιστής — ο, Ν 1. ο ποδηλάτης 2. ο αθλητής που επιδίδεται στην ποδηλασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδήλατο + ιστής*. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ποδηλάτης — ποδηλάτης, ο και ποδηλατιστής, ο 1. αυτός που χρησιμοποιεί το ποδήλατο και κινείται με αυτό. 2. αυτός που παίρνει μέρος σε αγώνες ποδηλασίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποδηλατοδρόμος — ο 1. ποδηλάτης, ποδηλατιστής. 2. αυτός που αγωνίζεται σε δρόμο με ποδήλατο: Οι ποδηλατοδρόμοι συνοδεύονται και από αυτοκίνητα που τους παρακολουθούν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)