-
1 ὑπο-περι-πλύνομαι
ὑπο-περι-πλύνομαι, pass., einen gelinden Durchfall haben, Hippocr.
-
2 мыться
πλύνομαι λούζομαι; νίβομαι ( умываться) -
3 умываться
-
4 промыть
ρ.σ.μ.1. ξεπλύνω• καθαρίζω•промыть рану ξεπλύνω την πληγή•
промыть глаз ξεπλύνω το μάτι•
промыть желудок ξεπλύνω το στομάχι•
промыть золотой песок ξεπλύνω τον χρυσοφόρο άμμο.
2. πλύνω (για ένα χρον. διάστημα).1. πλύνομαι• καθαρίζομαι.2. πλύνομαι (για ένα χρον. διάστημα). -
5 мыть
мыть πλύνω, πλένω· \мыть руки πλένω τα χέρια μου" \мыть голову πλένω το κεφάλι μου \мыться πλύνομαι ' λούζομαι· νίβομαι (умываться)* * *πλύνω, πλένωмыть ру́ки — πλένω τα χέρια μου
мыть го́лову — πλένω το κεφάλι μου
-
6 вымываться
вымывать||сяπλύνομαι, πλένομαι, νίπτομαι. -
7 искупаться
искупатьсясое. (ви́купаться) разг λούζομαι, λούομαι, πλύνομαι. -
8 мыться
мыть||сяπλύνομαι, πλένομαι, νίβομαι, νίπτομαι. -
9 обмываться
обмывать||сяπλύνομαι, πλένομαι, νίπτομαι. -
10 отмываться
отмывать||ся(ξε)πλύνομαι / βγάνω (о пятнах). -
11 спринцеваться
спринцев||атьсянесов πλύνομαι μέ σύριγγα. -
12 стираться
стираться Iнесов прям., перен σβύ-νω (άμετ.).стираться IIнесов (о белье и т. п.) πλύνομαι, πλένομαι, καθαρίζω (άμετ.). -
13 умываться
умыва||тьсяπλύνομαι, νίβομαι, νίπτομαι. -
14 πλύνω
(αόρ. έπλυνα, παθ. αόρ. πλύθηκα и επλύθην) μετ.1) стирать (бельё); 2) мыть, умывать;1) — стираться;πλύνομαι
2) умываться; мыться -
15 σύριγγα
η1) дудка, свирель; свисток; манок; 2) мед. шприц; спринцовка;πλύση με σύριγγα — спринцевание;
πλύνομαι με σύριγγα — спринцеваться;
3) туннель;4) бот. сирень -
16 выкупать
-
17 вымыть
-мою, -моешь ρ.σ.μ.1. πλένω, πλύνω• νίβω, νίπτω•вымыть посуду πλένω τα πιάτα•
-бельё πλένω τα ασπρόρουχα.
2. ξεπλένω•вымыть почву ξεπλένω το έδαφος.
|| κάνω νεροφάγωμα ή λάκκο.πλένομαι, πλύνομαι. -
18 докупать
-
19 мыть
мыть 1мою, моешь, παθ. μτχ. παρλθ. мытый βρ: мыт-а, -оρ.δ.μ.1. πλύνω, πλένωνίβω, νίπτω•мыть руки πλΰνω τα χέρια•
мыть лицо νίβω το πρόσωπο•
мыть бель πλύνω τα ρούχα•
пол πλύνω (σφουγγαρίζω) το πάτωμα.
2. ξεπλύνω, ξεβγάζω.3. (κατά) βρέχω.εκφρ.рука руку моет – παρμ. τό να χέρι πλύνει τ άλλο (και τα δυο το πρόσωπο).πλύνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.мыть 2-я ουδ.πλύσιμο, πλύση. -
20 намыть
-мою, -бешь ρ.σ.μ.1. πλύνω (πολλά)•намыть белья πλύνω πολλά ρούχα.
2. καλοπλύνω, καθαροπλύνω.3. σχηματίζω προσχώσεις.4. ξεπλύνω, αποπλύνω.πλΰνομαι καλά•
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ρύπτω — Α 1. καθαρίζω κάτι από τους ρύπους, από τις ακαθαρσίες που έχει 2. (ιδίως) πλένω κάτι με σαπούνι ή με σταχτόνερο 3. παροιμ. φρ. «ἐξ ὅτου γὼ ῥύπτομαι» αφ ότου άρχισα να πλύνομαι, δηλαδή από την παιδική μου ηλικία (Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥύπος +… … Dictionary of Greek
ψυχρολουτώ — έω, Α [ψυχρολούτης] πλύνομαι με κρύο νερό … Dictionary of Greek