Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πλω-ός

См. также в других словарях:

  • πλῶ — πλέω sail aor ind act 3rd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλῷ — πλόος sailing masc dat sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλώ — πλόος sailing masc nom/voc/acc dual (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλῶι — πλῷ , πλόος sailing masc dat sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλώω — Α ιων. τ. πλέω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ιων. τ. πλώω (< *πλώ[F]ω) ανάγεται στην εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας *pleu τού ρ. πλέω* (πρβλ. ῥέω: ῥώομαι) και συνδέεται με το αρχ. σλαβ. plavati «κολυμπώ», ενώ οι γερμανικές γλώσσες εμφανίζουν τ. με… …   Dictionary of Greek

  • Apostolou Pavlou Avenue — ( el. Λεοφόρος Αποστόλου Παύλου, St. Paul s Ave.) is the busiest road artery in Paphos. It connects the city center, Ktima, where the shopping, and business district is, with Kato Paphos, by the coast, the tourist and entertainment center of the… …   Wikipedia

  • АРХЭ —    • Άρχή, αρχειν, αρχων, άρχοντες,        1. при замене монархического образа правления республиканским атрибуты царской власти перешли к той власти, которая в государстве сделалась верховной, т. е. или к совокупности целого народа, или, в …   Реальный словарь классических древностей

  • ГАЛЕН —    • Galēnus,          Γαληνός, Claudius, врач, история жизни и образования которого известна нам из многочисленных намеков в его сочинениях. Он родился в 131 г. от Р. X. в Пергаме. Отец его Никон, геометр и архитектор, был человек зажиточный и… …   Реальный словарь классических древностей

  • Иларион (Алфеев) — В Википедии есть статьи о других людях с именем Иларион. Митрополит Иларион …   Википедия

  • αβαρία — Ζημιά πλοίου, είτε του ίδιου είτε του φορτίου του, στη διάρκεια του πλου του. Με ειδική νομοθεσία ρυθμίζονται όλα τα θέματα τα σχετικά με την α. Για να αποφευχθεί o αθέμιτος πλουτισμός σε βάρος εκείνων που διέτρεξαν τον κίνδυνο και υπέστησαν την… …   Dictionary of Greek

  • κώδικας — Χειρόγραφο βιβλίο το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη caudex (αργότερα codex), που αρχικά σήμαινε κορμό δέντρου και γενικότερα ξύλο, και κατέληξε να δηλώνει κατά τη ρωμαϊκή …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»