-
1 πληρωμάτων
πλήρωμαthat which fills: neut gen pl -
2 εὐανδρία
εὐανδρ-ία, ἡ,A abundance of men, esp. of good men and true,οὐδὲ εὐ. ἐνἄλλῃ πόλει ὁμοία X.Mem.3.3.12
, cf. D.H.1.16, Str.16.2.13, Plu. Per.19.II physical fitness, as a subject of a contest, Din.Fr.16.2, IG22.956.48, al.;εὐανδρίᾳ νικᾶν And.4.42
: so in pl.,ἐν ταῖς εὐανδρίαις Ath.13.565f
; πληρωμάτων εὐανδρίαις by the crews being ablebodied men, Plu.Pomp.24.2 manliness, E.El. 367;ἡ δ' εὐανδρία διδακτός Id.Supp. 913
; παρασκευάζειν πρὸς εὐανδρίαν to train to manly spirit, Antig.Rexap.D.L.7.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐανδρία
-
3 κάκωσις
2 esp. in Law, ill-usage, of persons by their natural protectors,ὁ τῆς κ. νόμος Lys.13.91
, cf. Is.8.32, D.10.40, etc.;γραφὴ κακώσεως Id.58.32
, Men.328; κ. γονέων, ὀρφανῶν, ἐπικλήρου, οἴκου ὀρφανικοῦ, Arist.Ath.56.6; τοκέων κ. Lycurg.147; also κ. ἐπαρχίας misgovernment, of the Rom. actio repetundarum, Plu.Caes.4.II suffering, distress, Th.2.43;πληρωμάτων Id.7.4
;αἰκίαι σωμάτων καὶ κακώσεις Arist.Rh. 1386a8
, cf. 1385a24; of the effects of disease, Hp. VM17: pl., Id.Aër.19;αἱ τᾶς σαρκὸς τακομένας κακώσιες Ti.Locr. 102c
, cf. Phld.Mort.21, Sor.1.31.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάκωσις
См. также в других словарях:
πληρωμάτων — πλήρωμα that which fills neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαλαμίνα — Νησί του Σαρωνικού, κοντά στη δυτική παραλία της Αττικής. Έχει σχήμα ακανόνιστο και στη δυτική του ακτή ανοίγεται ο βαθύς κόλπος της Σ., που χωρίζει σχεδόν σε δύο το νησί. Εκεί βρίσκεται το ομώνυμο λιμάνι. Πρόκειται για μεγάλο παράλιο οικισμό (23 … Dictionary of Greek
ευανδρία — η (Α εὐανδρία) [εύανδρος] 1. η αφθονία ανδρών και κυρίως γενναίων και ενάρετων 2. η ανδρική ηλικία ή η ανδρεία, το ανδρικό φρόνημα, η γενναιότητα αρχ. 1. η σωματική, η φυσική ευεξία 2. (ως χριστιανική αρετή) το υψηλό φρόνημα, το μεγάλο θάρρος… … Dictionary of Greek
κάρδοπος — η (Α κάρδοπος και καρδόπη) νεοελλ. ναυτ. ειδική μεγάλη σκάφη που χρησιμοποιείται για το ζύμωμα τού ψωμιού τών πληρωμάτων αρχ. 1. σκάφη που χρησιμοποιούνταν για το ζύμωμα τού ψωμιού, μάκτρα 2. επιγρ. ξύλινο αγγείο 3. το ιγδίον*. το γουδί. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
καγκελαρία — Το οίκημα όπου στεγάζονται τα γραφεία ή οι υπηρεσίες που διευθύνει ο καγκελάριος· η γραμματεία ξένης πρεσβείας ή προξενείου· το υπούργημα του καγκελάριου· το υπουργείο Εξωτερικών στα κράτη όπου υπάρχει το αξίωμα του καγκελάριου. Η ύπαρξη κ.… … Dictionary of Greek
ναυτικό — Το σύνολο των πλοίων και των κάθε είδους πλωτών μέσων, των λιμανιών, των ναυτικών εγκαταστάσεων και των πληρωμάτων, με τα οποία αναπτύσσεται η ανθρώπινη δραστηριότητα στη θάλασσα. Διακρίνεται στο εμπορικό ν. ή εμπορική ναυτιλία, που ασχολείται με … Dictionary of Greek
ναυτικός — ή, ὁ (ΑΜ ναυτικός, ή, όν) [ναύτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πλοίο ή στη ναυτιλία 2. το αρσ. ως ουσ. ο ναυτικός αυτός που εργάζεται σε πλοίο είτε ως απλός ναύτης είτε ως βαθμοφόρος 3. το θηλ. ως ουσ. η ναυτική γνώση και εμπειρία ή… … Dictionary of Greek
Αλεξάκης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αλέξιος. Καταγόταν από την Καλαμάτα. Πριν από την Επανάσταση ήταν έμπορος στη Μόσχα. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και κατέβηκε στην Ελλάδα, αφού πούλησε όλα του τα υπάρχοντα. Τέθηκε επικεφαλής σώματος που συντηρούσε… … Dictionary of Greek
Γκιούστος — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από την Ύδρα. 1. Κωνσταντίνος. Υπήρξε αρχηγός των νησιωτικών πληρωμάτων του τουρκικού στόλου και συναρχηγός, μαζί με τον Γ. Βούλγαρη, των Υδραίων ναυτών που οδηγήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη το 1798 για να… … Dictionary of Greek
Κρονστάνδη — (Kronshtadt). Πόλη (42.000 κάτ. το 1995) της Ρωσίας, στην περιοχή της Αγίας Πετρούπολης. Ονομαζόταν Κρονσλότ έως το 1723. Βρίσκεται στο νησί Κοτλίν, στο ανατολικό τμήμα του Φινικού κόλπου. Στην περιοχή της πόλης υπάρχουν βιομηχανίες ενδυμάτων,… … Dictionary of Greek
κωπηλασία ή λεμβοδρομία — Η μέθοδος πρόωσης ενός σκάφους στην επιφάνεια του νερού μόνο με τη μυϊκή δύναμη και τη βοήθεια ενός ή περισσότερων κουπιών ως μοχλών και το αντίστοιχο ναυτικό άθλημα, το οποίο διεξάγεται με ειδικά σκάφη και με έναν ή περισσότερους κωπηλάτες… … Dictionary of Greek