Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πληρωμάτων

См. также в других словарях:

  • πληρωμάτων — πλήρωμα that which fills neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σαλαμίνα — Νησί του Σαρωνικού, κοντά στη δυτική παραλία της Αττικής. Έχει σχήμα ακανόνιστο και στη δυτική του ακτή ανοίγεται ο βαθύς κόλπος της Σ., που χωρίζει σχεδόν σε δύο το νησί. Εκεί βρίσκεται το ομώνυμο λιμάνι. Πρόκειται για μεγάλο παράλιο οικισμό (23 …   Dictionary of Greek

  • ευανδρία — η (Α εὐανδρία) [εύανδρος] 1. η αφθονία ανδρών και κυρίως γενναίων και ενάρετων 2. η ανδρική ηλικία ή η ανδρεία, το ανδρικό φρόνημα, η γενναιότητα αρχ. 1. η σωματική, η φυσική ευεξία 2. (ως χριστιανική αρετή) το υψηλό φρόνημα, το μεγάλο θάρρος… …   Dictionary of Greek

  • κάρδοπος — η (Α κάρδοπος και καρδόπη) νεοελλ. ναυτ. ειδική μεγάλη σκάφη που χρησιμοποιείται για το ζύμωμα τού ψωμιού τών πληρωμάτων αρχ. 1. σκάφη που χρησιμοποιούνταν για το ζύμωμα τού ψωμιού, μάκτρα 2. επιγρ. ξύλινο αγγείο 3. το ιγδίον*. το γουδί. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • καγκελαρία — Το οίκημα όπου στεγάζονται τα γραφεία ή οι υπηρεσίες που διευθύνει ο καγκελάριος· η γραμματεία ξένης πρεσβείας ή προξενείου· το υπούργημα του καγκελάριου· το υπουργείο Εξωτερικών στα κράτη όπου υπάρχει το αξίωμα του καγκελάριου. Η ύπαρξη κ.… …   Dictionary of Greek

  • ναυτικό — Το σύνολο των πλοίων και των κάθε είδους πλωτών μέσων, των λιμανιών, των ναυτικών εγκαταστάσεων και των πληρωμάτων, με τα οποία αναπτύσσεται η ανθρώπινη δραστηριότητα στη θάλασσα. Διακρίνεται στο εμπορικό ν. ή εμπορική ναυτιλία, που ασχολείται με …   Dictionary of Greek

  • ναυτικός — ή, ὁ (ΑΜ ναυτικός, ή, όν) [ναύτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πλοίο ή στη ναυτιλία 2. το αρσ. ως ουσ. ο ναυτικός αυτός που εργάζεται σε πλοίο είτε ως απλός ναύτης είτε ως βαθμοφόρος 3. το θηλ. ως ουσ. η ναυτική γνώση και εμπειρία ή… …   Dictionary of Greek

  • Αλεξάκης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αλέξιος. Καταγόταν από την Καλαμάτα. Πριν από την Επανάσταση ήταν έμπορος στη Μόσχα. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και κατέβηκε στην Ελλάδα, αφού πούλησε όλα του τα υπάρχοντα. Τέθηκε επικεφαλής σώματος που συντηρούσε… …   Dictionary of Greek

  • Γκιούστος — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από την Ύδρα. 1. Κωνσταντίνος. Υπήρξε αρχηγός των νησιωτικών πληρωμάτων του τουρκικού στόλου και συναρχηγός, μαζί με τον Γ. Βούλγαρη, των Υδραίων ναυτών που οδηγήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη το 1798 για να… …   Dictionary of Greek

  • Κρονστάνδη — (Kronshtadt). Πόλη (42.000 κάτ. το 1995) της Ρωσίας, στην περιοχή της Αγίας Πετρούπολης. Ονομαζόταν Κρονσλότ έως το 1723. Βρίσκεται στο νησί Κοτλίν, στο ανατολικό τμήμα του Φινικού κόλπου. Στην περιοχή της πόλης υπάρχουν βιομηχανίες ενδυμάτων,… …   Dictionary of Greek

  • κωπηλασία ή λεμβοδρομία — Η μέθοδος πρόωσης ενός σκάφους στην επιφάνεια του νερού μόνο με τη μυϊκή δύναμη και τη βοήθεια ενός ή περισσότερων κουπιών ως μοχλών και το αντίστοιχο ναυτικό άθλημα, το οποίο διεξάγεται με ειδικά σκάφη και με έναν ή περισσότερους κωπηλάτες… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»