-
1 справочный
справочный των πληροφοριών, πληροφοριακός; \справочныйое бюро το γραφείο πληροφοριών* * *των πληροφοριών, πληροφοριακόςспра́вочное бюро́ — το γραφείο πληροφοριών
-
2 бюро
бюро с в разн. знач. το γραφείο политическое \бюро το πολιτικό γραφείο' \бюро добрых услуг, — обслуживания το γραφείο εξυπηρέτησης туристическое \бюроτο τουριστικό γραφείο; \бюро погоды η μετεωρολογική υπηρεσία; справочное \бюроτο γραφείο, πληροφοριών; \бюроремонта η υπηρεσία επιδιόρθωσης; \бюро находок το γρα φείο χαμένων αντικειμένων* * *в разн. знач.το γραφείοполити́ческое бюро́ — το πολιτικό γραφείο
бюро́ до́брых услу́г, бюро́ обслу́живания, — το γραφείο εξυπηρέτησης
туристи́ческое бюро́ — το τουριστικό γραφείο
бюро́ пого́ды — η μετεωρολογική υπηρεσία
спра́вочное бюро́ — το γραφείο πληροφοριών
бюро́ ремо́нта — η υπηρεσία επιδιόρθωσης
бюро́ нахо́док — το γραφείο χαμένων αντικειμένων
-
3 справочный
справочн||ыйприл τών πληροφοριών, πληροφοριακός:\справочныйое бюро́ τό γραφείον πληροφοριών. -
4 байт
(единица количества информации, состоящая из 8 бит) το μπάιτ (μονάδα μέτρησης των πληροφοριών/δεδομένων).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > байт
-
5 бит
(внесистемная двоичная единица измерения количества информации) το μπιτ (μονάδα μέτρησης όγκου των πληροφοριών/δεδομένων).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бит
-
6 бюллетень
1. (краткое официальное сообщение) το δελτίο, το ανακοινωθένинформационный - των πληροφοριών/γεγονότων2. (какого-л. учреждения) η περιοδική έκδοση, το περιοδικό 3. (отчёт) το δελτίο 4. (избирательный) το ψηφοδέλτιο 5. (больничный лист) το πιστοποιητικό ασθενείας/νοσηλείας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бюллетень
-
7 бюро
το γραφείοконструкторское - μελετών/σχεδιάσεωνпроектное - σχεδιαστικό/μελετητικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бюро
-
8 ввод
1. эл. (изолятор) о μονωτήραςмаслона-полненный - ελαίου/λαδιού2. (кабеля) η είσοδος 3. вчт. η εισαγωγή- информации - δεδομένων/πληροφοριών4. (в действие, в эксплуатацию) η έναρξη, η λειτουργία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ввод
-
9 дисплей
1. (система) το σύστημα οπτικής απεικόνισης των πληροφοριών, το ντισπλέι (ξεν.) 2. (экран) о ενδείκτης του ραντάρτο διάφραγμα επί του οποίου εμφανίζονται οι εικόνες του στόχουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дисплей
-
10 ёмкость
1. эл. η χωρητικότητα 2. (вместимость) η χωρητικότηταконечная - (тлф.) τελική -полная - (тлф.) πλήρης -3. (сосуд) το δοχείο 4. (конденсатор) ο συμπυκνωτήςрегулирующая - ελέγχου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ёмкость
-
11 индикатор
ο ενδείκτης, ο δείκτης- газа предохранительный горн. о ανιχνευτής αερίων- курса маяка бортовой (система слепой посадки) - πορείας φάρου (σύστημα τυφλής προσγείωσης)маршрутный ж.-д. - πορείαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > индикатор
-
12 источник
η πηγ/ή- питания аварийный - τροφοδοσίας/πα-ροχής ρεύματος ανάγκηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > источник
-
13 книга
το βιβλίοповаренная - μαγειρικής, разг. ο τσελεμεντέςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > книга
-
14 количество
η ποσότητα, το ποσόν, ο αριθμόςдопустимое эк. - επιτρεπομένη -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > количество
-
15 контроллер
1. (для управления электродвигателями) το όργανο ελέγχου (του ηλεκτροκινητήρα)ο διανομέας του ηλεκτρικού ρεύματος- с программным управлением - με προγραμματισμένο έλεγχο/χειρισμό, αυτόματο -2. (в системах обработки и передачи информации) το όργανο ελέγχου (στο σύστημα επεξεργασίας και μετάδοσης των πληροφοριών).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > контроллер
-
16 носитель
ο φορέαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > носитель
-
17 обмен
1. (мена) η συναλλαγή, η ανταλλαγήбартерный - ο αντιπραγματισμός, η ανταλλαγή εμπορευμάτων δίχως μεσολάβηση χρημάτωνη ανταλλαγή σε είδος, το μπάρτερ (ξεν.)2. (веществ) физиол. см. метаболизм 3. (воздуха в помещении) η (εν)αλλαγή/κυκλοφορία του αέρα 4. вчт. η ανταλλαγήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > обмен
-
18 объём
ο όγκος- котла водяной - του υδροθαλά-μου, разг. - του καζανιούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > объём
-
19 память
вчт. η μνήμηдолговременная - см. постоянная -зрительная - мед. οπτική -односторонняя - см. постоянная -оптическая - см. зрительная -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > память
-
20 переуступка
(напр. права) η εκχώ-ρησ/η, η παραχώρηση, η μεταβίβαση(напр. векселя) η διαπραγμάτευση*условиеРусско-греческий словарь научных и технических терминов > переуступка
См. также в других словарях:
πληροφορίας, θεωρία της — Η εμφάνιση και ο πολλαπλασιασμός των προβλημάτων που συνδέονται με τις τηλεπικοινωνίες και με τις κυβερνητικές συσκευές οδήγησε σε μια βαθιά θεωρητική έρευνα και έναν ακριβή ορισμό της πληροφορίας. Με τον όρο αυτό ονομάζουμε το σύνολο των… … Dictionary of Greek
κατασκοπία — Δραστηριότητα μυστικού χαρακτήρα, η οποία αποσκοπεί στη συλλογή πληροφοριών που αφορούν, άμεσα ή έμμεσα, την πολεμική ετοιμότητα κρατών, των οποίων οι σχέσεις είναι ή εκτιμάται ότι θα γίνουν εχθρικές. Η δραστηριότητα αυτή, για την οποία αρχικά… … Dictionary of Greek
τηλεπικοινωνίες — Κάθε μέθοδος κατάλληλη να μεταδώσει πληροφορίες μακρύτερα από εκεί που φτάνει συνήθως η ανθρώπινη φωνή. Από την ευρύτατη αυτή έννοια εξαιρείται η μεταβίβαση γραπτών μηνυμάτων ή άλλων αντικειμένων (ταχυδρομείο) και περιλαμβάνονται μόνο τα οπτικά,… … Dictionary of Greek
βιντεοτέξ — (videotext).Σύστημα αμφίδρομης μορφής επικοινωνίας το οποίο χρησιμοποιεί το τηλεφωνικό ή άλλης μορφής καλωδιακό δίκτυο για τη μετάδοση πληροφοριών ή άλλων δεδομένων που βρίσκονται αποθηκευμένες σε τράπεζες πληροφοριών. Η σύνδεση και η επικοινωνία … Dictionary of Greek
Ίντερνετ — (Internet). Παγκόσμιο δίκτυο συνδεδεμένων ηλεκτρονικών υπολογιστών και δικτύων υπολογιστών. Ενώνει υπολογιστές και δίκτυα που είναι εγκατεστημένα σε πανεπιστήμια, βιβλιοθήκες, επιχειρήσεις, νοσοκομεία, κρατικούς οργανισμούς, ερευνητικά ινστιτούτα … Dictionary of Greek
Cadastre de Grèce — Le Cadastre de Grèce (registre foncier) est un dossier complet, unifié, systématique et actualisé en permanence de la propriété hypothécaire. Il comprend la description géométrique et la propriété de chaque parcelle. En Grèce, le cadastre… … Wikipédia en Français
εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… … Dictionary of Greek
τεκμηρίωση — η / τεκμηρίωσις, ώσεως, ΝΜΑ η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τεκμηριώνω, η συναγωγή συμπεράσματος βάσει τεκμηρίων, η θεμελίωση μιας άποψης με τεκμήρια νεοελλ. 1. τεχνολ. σύστημα λειτουργιών και μεθόδων που διευκολύνει τη συλλογή, αναζήτηση και… … Dictionary of Greek
National Intelligence Service (Greece) — National Intelligence Service Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών Agency overview Formed May 9, 1953 as the Central Intelligence Service Jurisdiction … Wikipedia
Κομινφόρμ — (Cominform, συντομογραφία του Communiste Information Bureau = Κομουνιστικό Γραφείο Πληροφοριών). Διεθνής οργάνωση των κομουνιστικών κομμάτων, που αποσκοπούσε στην απόκτηση αμοιβαίας πείρας, στην οργάνωση ανταλλαγής πληροφοριών και στον συντονισμό … Dictionary of Greek
διαφήμιση — Κάθε ενέργεια η οποία αποβλέπει στη διάδοση πληροφοριών για εμπορικούς σκοπούς. H δ. είναι μια μορφή της γενικότερης δραστηριότητας που αναλαμβάνει τη διάδοση πληροφοριών, οι οποίες απευθύνονται σε μια ομάδα ανθρώπων με σκοπό να επηρεάσουν τη… … Dictionary of Greek