Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

πληροφοριών

  • 41 sensitivity data

    = sensitive information
    French\ \ observations par tout ou rien; données à réponse alternative
    German\ \ sensitive Daten; sensitive Information
    Dutch\ \ gevoeligheidsgegevens
    Italian\ \ indice di sensibilità
    Spanish\ \ datos de sensibilidad; datos de sensitividad
    Catalan\ \ dades de sensitivitat
    Portuguese\ \ dados de sensibilidade; dados de resposta binária
    Romanian\ \ -
    Danish\ \ -
    Norwegian\ \ -
    Swedish\ \ -
    Greek\ \ δεδομένα ευαισθησία; ευαίσθητων πληροφοριών
    Finnish\ \ 1. herkkä l. sensitiivinen aineisto; sensitiivinen informaatio; 2. kaksi- tai moniluokkaisen vasteen sisältävä aineisto
    Hungarian\ \ érzékenységi adatok
    Turkish\ \ duyarlılık verileri; duyarlılık bilgisi
    Estonian\ \ tundlik informatsioom; delikaatne informatsioon
    Lithuanian\ \ jautrumo duomenys; jautrumo informacija
    Slovenian\ \ -
    Polish\ \ dane drażliwe; informacje drażliwe
    Russian\ \ данные; показывающие зависимость реакции от дозы
    Ukrainian\ \ дані; які показують залежність реакції від дози
    Serbian\ \ -
    Icelandic\ \ næmi gögn; viðkvæmar upplýsingar
    Euskara\ \ -
    Farsi\ \ -
    Persian-Farsi\ \ -
    Arabic\ \ بيانات الحساسية، معلومات الحساسية
    Afrikaans\ \ sensitiwiteitsdata
    Chinese\ \ 灵 敏 度 数 据
    Korean\ \ 민감도 자료

    Statistical terms > sensitivity data

  • 42 безвестность

    θ.
    1. αφάνεια, άγνοια, ασημότητα•

    жить в -и ζω στην αφάνεια.

    2. έλλειψη ειδήσεων, πληροφοριών.

    Большой русско-греческий словарь > безвестность

  • 43 бюро

    ουδ.
    άκλ.
    1. γραφείο•

    бюро райкома партии γραφείο της αχτιδικής επιτροπής του κόμματος•

    справочное бюро γραφείο πληροφοριών.

    2. τραπέζι για γράψιμο.

    Большой русско-греческий словарь > бюро

  • 44 достоверность

    -ив. το αξιόπιστο, αυθεντικότητα, εγκυρότητα• γνησιότητα•

    проверить достоверность сведений ελέγχω την εγκυρότητα των πληροφοριών.

    Большой русско-греческий словарь > достоверность

  • 45 информбюро

    ουδ. άκλ. γραφείο πληροφοριών.

    Большой русско-греческий словарь > информбюро

  • 46 неизвестность

    θ.
    1. αβεβαιότητα, αοριστία άγνοια•

    неизвестность будущего άγνοια του μέλλοντος.

    2. έλλειψη πληροφοριών ή γνώσεων.
    3. αφάνεια, άγνοια.

    Большой русско-греческий словарь > неизвестность

  • 47 неполнота

    θ.
    η μη πληρότητα ανεπάρκεια• ατέλεια•

    неполнота сведений ανεπάρκεια πληροφοριών.

    Большой русско-греческий словарь > неполнота

  • 48 осведомлённость

    θ.
    ενημερότητα, ύπαρξη πληροφοριών.

    Большой русско-греческий словарь > осведомлённость

  • 49 отдел

    α.
    1. τμήμα, μέρος•

    историю обычно делят на три -а: древную, среднюю, новую την ιστορία συνήθως την χωρίζουν σε τρία μέρη: αρχαία, μεσαιωνική, νέα.

    2. τμήμα (ιδρύματος, εργοστασίου κ.τ.τ.)• отдел снабжения τμήμα εφοδιασμού•

    отдел кадров τμήμα προσωπικού•

    справочный отдел γραφείο πληροφοριών.

    3. κλάδος•

    отдел науки κλάδος επιστήμης.

    || στήλη•

    отдел сатиры и юмора στήλη σάτιρας και χιούμορ.

    4. παλ. χώρισμα, ξεχώρισμα• παραχώρηση.

    Большой русско-греческий словарь > отдел

  • 50 отсутствие

    ουδ.
    1. απουσία•

    в моё -е εν απουσία μου, κατά την απουσία μου•

    быть (находить(ся) в -и απουσιάζω, είμαι απών.

    2. έλλειψη, ανυπαρξία• ανεπάρκεια•

    отсутствие сведений έλλειψη πληροφοριών•

    отсутствие таланта έλλειψη ταλέντου•

    за -ем ελλείψει, λόγω έλλειψης•

    в случае -я εν ελλείψει, σε περίπτωση έλλειψης.

    εκφρ.
    отсутствие всякого присуствия – έλλειψη νοημοσύνης παντελής έλειψη του κοινού νου.

    Большой русско-греческий словарь > отсутствие

  • 51 рапортичка

    θ.
    εκθεσούλα• δελτίο πληροφοριών, κίνησης κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > рапортичка

  • 52 собрание

    ουδ.
    1. παλ. συγκέντρωση•

    собрание сведений συγκέντρωση πληροφοριών•

    собрание исторических материалов συγκέντρωση ιστορικού υλικού.

    2. συλλογή, μάζεμα•

    собрание древних монет συλλογή αρχαίων νομισμάτων•

    собрание сочинений συλλογή έργων λογοτεχνικών.

    || συνάθροιση, σύναξη.
    3. συνέλευση•

    общее собрание γενική συνέλευση•

    провести собрание διεξάγω (κάνω) συνέλευση•

    партийное собрание κομματική συνέλευση•

    национальное собрание εθνοσυνέλευση.

    4. παλ. χώρος συγκέντρωσης.

    Большой русско-греческий словарь > собрание

  • 53 совинформбюро

    ουδ. άκλ. σοβιετικό γραφείο πληροφοριών.

    Большой русско-греческий словарь > совинформбюро

  • 54 сообщение

    ουδ.
    1. ανακοίνωση•

    сообщение ТАСС ανακοίνωση του ΤΑΣΣ•

    сообщение тайных сведений ανακοίνωση μυστικών πληροφοριών.

    2. είδηση•

    последние -я с фронта οι τελευταίες ειδήσεις από το μέτωπο.

    || έκθεση• εισήγηση.
    3. επικοινωνία•

    телефонное сообщение τηλεφωνική επικοινωνία.

    || συγκοινωνία•

    пути -я συγκοινωνιακές αρτηρίες•

    морское сообщение θαλάσσια συγκοινωνία•

    речное сообщение ποτάμια συγκοινωνία•

    железнодорожное сообщение σιδηροδρομική συγκοινωνία.

    Большой русско-греческий словарь > сообщение

  • 55 стол

    α.
    1. τραπέζι•

    круглый стол στρογγυλό τραπέζι•

    обеденный стол τραπέζι φαγητού•

    ломберный стол πράσινο τραπέζι•

    письменный стол το γραφείο•

    операционный стол χειρουργικό τραπέζι.

    2. φαγητό, τροφή•

    за -ом στο φαγητό,την ώρα του φαγητού•

    встать из-за -а σηκώνομαι από το τραπέζι (το φαγητό)•

    пригласить к -у προσκαλώ στο τραπέζι (να φάμε)•

    общий стол κοινό φαγητό•

    нанимать квартиру со -ом νοικιάζω διαμέρισμα και με φαγητό μαζί•

    убирать со -а σηκώνω, συμμαζεύω το τραπέζι• απο-σκευάζω το τραπέζι•

    подать на стол σερβίρω το φαγητό•

    обед на - το τραπέζι είναι έτοιμο (τα φαγητά σερβιρισμένα)•

    3. τμήμα ιδρύματος•
    личного состава τμήμα προσωπικού•

    справочный стол γραφείο πληροφοριών.

    α.
    θώκος•

    княжский стол πριγκιπικός θώκος.

    Большой русско-греческий словарь > стол

См. также в других словарях:

  • πληροφορίας, θεωρία της — Η εμφάνιση και ο πολλαπλασιασμός των προβλημάτων που συνδέονται με τις τηλεπικοινωνίες και με τις κυβερνητικές συσκευές οδήγησε σε μια βαθιά θεωρητική έρευνα και έναν ακριβή ορισμό της πληροφορίας. Με τον όρο αυτό ονομάζουμε το σύνολο των… …   Dictionary of Greek

  • κατασκοπία — Δραστηριότητα μυστικού χαρακτήρα, η οποία αποσκοπεί στη συλλογή πληροφοριών που αφορούν, άμεσα ή έμμεσα, την πολεμική ετοιμότητα κρατών, των οποίων οι σχέσεις είναι ή εκτιμάται ότι θα γίνουν εχθρικές. Η δραστηριότητα αυτή, για την οποία αρχικά… …   Dictionary of Greek

  • τηλεπικοινωνίες — Κάθε μέθοδος κατάλληλη να μεταδώσει πληροφορίες μακρύτερα από εκεί που φτάνει συνήθως η ανθρώπινη φωνή. Από την ευρύτατη αυτή έννοια εξαιρείται η μεταβίβαση γραπτών μηνυμάτων ή άλλων αντικειμένων (ταχυδρομείο) και περιλαμβάνονται μόνο τα οπτικά,… …   Dictionary of Greek

  • βιντεοτέξ — (videotext).Σύστημα αμφίδρομης μορφής επικοινωνίας το οποίο χρησιμοποιεί το τηλεφωνικό ή άλλης μορφής καλωδιακό δίκτυο για τη μετάδοση πληροφοριών ή άλλων δεδομένων που βρίσκονται αποθηκευμένες σε τράπεζες πληροφοριών. Η σύνδεση και η επικοινωνία …   Dictionary of Greek

  • Ίντερνετ — (Internet). Παγκόσμιο δίκτυο συνδεδεμένων ηλεκτρονικών υπολογιστών και δικτύων υπολογιστών. Ενώνει υπολογιστές και δίκτυα που είναι εγκατεστημένα σε πανεπιστήμια, βιβλιοθήκες, επιχειρήσεις, νοσοκομεία, κρατικούς οργανισμούς, ερευνητικά ινστιτούτα …   Dictionary of Greek

  • Cadastre de Grèce — Le Cadastre de Grèce (registre foncier) est un dossier complet, unifié, systématique et actualisé en permanence de la propriété hypothécaire. Il comprend la description géométrique et la propriété de chaque parcelle. En Grèce, le cadastre… …   Wikipédia en Français

  • εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… …   Dictionary of Greek

  • τεκμηρίωση — η / τεκμηρίωσις, ώσεως, ΝΜΑ η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τεκμηριώνω, η συναγωγή συμπεράσματος βάσει τεκμηρίων, η θεμελίωση μιας άποψης με τεκμήρια νεοελλ. 1. τεχνολ. σύστημα λειτουργιών και μεθόδων που διευκολύνει τη συλλογή, αναζήτηση και… …   Dictionary of Greek

  • National Intelligence Service (Greece) — National Intelligence Service Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών Agency overview Formed May 9, 1953 as the Central Intelligence Service Jurisdiction …   Wikipedia

  • Κομινφόρμ — (Cominform, συντομογραφία του Communiste Information Bureau = Κομουνιστικό Γραφείο Πληροφοριών). Διεθνής οργάνωση των κομουνιστικών κομμάτων, που αποσκοπούσε στην απόκτηση αμοιβαίας πείρας, στην οργάνωση ανταλλαγής πληροφοριών και στον συντονισμό …   Dictionary of Greek

  • διαφήμιση — Κάθε ενέργεια η οποία αποβλέπει στη διάδοση πληροφοριών για εμπορικούς σκοπούς. H δ. είναι μια μορφή της γενικότερης δραστηριότητας που αναλαμβάνει τη διάδοση πληροφοριών, οι οποίες απευθύνονται σε μια ομάδα ανθρώπων με σκοπό να επηρεάσουν τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»