Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

πλεχτός

См. также в других словарях:

  • πλεχτός — ή, ό, Ν βλ. πλεκτός …   Dictionary of Greek

  • πλεχτός — ή, ό ο κατασκευασμένος με πλέξιμο, ο πλεγμένος: Ομοιοκαταληξία πλεχτή, όταν ο πρώτος στίχος ομοιοκαταληκτεί με τον τρίτο, ο δεύτερος με τον τέταρτο κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλεκτός — ή, ό / πλεκτός, ή, όν, ΝΑ, και πλεχτός Ν [πλέκω]Μ αυτός που κατασκευάζεται με πλέξιμο (α. «πλεκτό καλάθι» β. «ἔπειτα μήτηρ καὶ γυνὴ διπλοῡν ἔπος, πλεκταῑσιν ἀρτάναισι λωβᾱται βίον», Σοφ.) νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η πλεκτή ναυτ. είδος πλέγματος… …   Dictionary of Greek

  • πλοκός — ο, Ν 1. είδος πλεχτού φράκτη κήπων, χωραφιών, αμπελιών κ.ά. χώρων 2. πλεχτός φράκτης ιχθυοτροφείων και αστακοτροφείων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πλόκος (< πλέκω), με καταβιβασμό τού τόνου (πρβλ. κρόκος: κροκός)] …   Dictionary of Greek

  • στρεπτός — ή, ό / στρεπτός, ή, όν, ΝΜΑ [στρέφω] 1. συνεστραμμένος, στριμμένος (α. «στρεπτό καλώδιο» β. «στρεπταῑς λύγοισι σῶμα συμπεπλεγμένους», Ευρ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο στρεπτός περιδέραιο από συνεστραμμένο μέταλλο ή από αλυσίδα νεοελλ. αυτός που μπορεί… …   Dictionary of Greek

  • χήλινος — ίνη, ον, Α χηλευτός, πλεχτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Δυσερμήνευτος τ., ο οποίος ανάγεται πιθ. στη λ. χηλή* ή, κατ άλλους, στη λ. χηλός* «κιβώτιο»] …   Dictionary of Greek

  • πλεκτός, -ή — ό βλ. πλεχτός, ή, ό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»