-
1 вязаный
-
2 трикотажный
См. также в других словарях:
πλεχτός — ή, ό, Ν βλ. πλεκτός … Dictionary of Greek
πλεχτός — ή, ό ο κατασκευασμένος με πλέξιμο, ο πλεγμένος: Ομοιοκαταληξία πλεχτή, όταν ο πρώτος στίχος ομοιοκαταληκτεί με τον τρίτο, ο δεύτερος με τον τέταρτο κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλεκτός — ή, ό / πλεκτός, ή, όν, ΝΑ, και πλεχτός Ν [πλέκω]Μ αυτός που κατασκευάζεται με πλέξιμο (α. «πλεκτό καλάθι» β. «ἔπειτα μήτηρ καὶ γυνὴ διπλοῡν ἔπος, πλεκταῑσιν ἀρτάναισι λωβᾱται βίον», Σοφ.) νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η πλεκτή ναυτ. είδος πλέγματος… … Dictionary of Greek
πλοκός — ο, Ν 1. είδος πλεχτού φράκτη κήπων, χωραφιών, αμπελιών κ.ά. χώρων 2. πλεχτός φράκτης ιχθυοτροφείων και αστακοτροφείων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πλόκος (< πλέκω), με καταβιβασμό τού τόνου (πρβλ. κρόκος: κροκός)] … Dictionary of Greek
στρεπτός — ή, ό / στρεπτός, ή, όν, ΝΜΑ [στρέφω] 1. συνεστραμμένος, στριμμένος (α. «στρεπτό καλώδιο» β. «στρεπταῑς λύγοισι σῶμα συμπεπλεγμένους», Ευρ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο στρεπτός περιδέραιο από συνεστραμμένο μέταλλο ή από αλυσίδα νεοελλ. αυτός που μπορεί… … Dictionary of Greek
χήλινος — ίνη, ον, Α χηλευτός, πλεχτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Δυσερμήνευτος τ., ο οποίος ανάγεται πιθ. στη λ. χηλή* ή, κατ άλλους, στη λ. χηλός* «κιβώτιο»] … Dictionary of Greek
πλεκτός, -ή — ό βλ. πλεχτός, ή, ό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)