Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πλευραί

См. также в других словарях:

  • πλευραί — πλευρά rib fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλευρᾶι — πλευρᾷ , πλευρά rib fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενάντιος — και εναντίος και ανάντιος, α, ο(ν) (AM ἐναντίος, Μ και ἐνάντιος και ἀνάντιος) 1. (με εχθρ. σημ.) αντίθετος, εχθρικά διακείμενος, δυσμενής 2. ως ουσ. αντίπαλος, αντίδικος, εχθρός («νίκας κατ ἐναντίων δωρούμενος», τροπ. εκκλ.) 3. αντίθετος,… …   Dictionary of Greek

  • θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • μαλθακός — ή, ό (AM μαλθακός, ή, όν, Α αιολ. τ. αρσ. μόλθακος) 1. μαλακός, απαλός, τρυφερός («μαλθακαὶ πλευραί», Πολυδ.) 2. άτολμος, λιγόψυχος νεοελλ. ασκληραγώγητος μσν. αρχ. κίναιδος αρχ. 1. αδύνατος, ασθενικός («καὶ τὸ ξίφος οὐ δύναμαι κατέχειν, ἀλλ ἤδη… …   Dictionary of Greek

  • ομόλογος — η, ο (ΑΜ ὁμόλογος, ον) 1. αυτός που έχει τις ίδιες αναλογίες ή κοινά γνωρίσματα με κάποιον άλλον ή με κάτι άλλο, αντίστοιχος, ανάλογος, σύστοιχος, σύμμετρος («ομόλογα σχήματα» ή «ομόλογα σημεία» σχήματα ή σημεία τα οποία αντιστοιχούν το ένα προς… …   Dictionary of Greek

  • στερνίτης — ο, ΝΑ και θηλ. στερνῖτις, ίτιδος, Α νεοελλ. 1. ζωολ. κοιλιακό τμήμα τών μεταμερικών σωματικών δακτύλων τού χιτινώδους περιβλήματος τών αρθροπόδων 2. φρ. α) «στερνίτης μυς» ανατ. υποτυπώδης μυς που εκφύεται από τη θωρακική περιτονία και καταφύεται …   Dictionary of Greek

  • συγκλείω — ΝΜΑ, και ιων. τ. συγκληΐω και αττ. τ. ξυγκλῄω Α [κλείω / κλῄω] κλείνω μαζί αρχ. 1. κλείνω μέσα, περικλείω («αἱ συγκλείουσαι πλευραὶ τὸ στήθος», Αριστοτ.) 2. περιλαμβάνω («συγκλείειν θεούς τῇ ὕλη», Πλούτ.) 3. αποκλείω, φράζω («[ἡ πολεμία] ξυνέκληε …   Dictionary of Greek

  • συμπίπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυμπίπτω και ποιητ. τ. συμπίτνω, Α [πίπτω] 1. εφαρμόζω πλήρως 2. (κατ επέκτ.) συνταυτίζομαι, συμφωνώ (α. «οι απόψεις μας δεν συμπίπτουν» β. «συμπεσεῑν δὲ τούτοισι καὶ τόνδε τὸν λόγον», Ηρόδ.) 3. συμβαίνω κατά τον ίδιο χρόνο (α.… …   Dictionary of Greek

  • πλεύρ' — πλευρά̱ , πλευρά rib fem nom/voc/acc dual πλευρά̱ , πλευρά rib fem nom/voc sg (attic doric aeolic) πλευραί , πλευρά rib fem nom/voc pl πλευρά , πλευρόν rib neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • АПОСТОЛОВ СВЯТЫХ ЦЕРКОВЬ В КОНСТАНТИНОПОЛЕ — (Апостолейон) [греч. ̓Αποστολεῖον], храм мавзолей императоров Византии, созданный св. равноап. имп. Константином I Великим и посвященный 12 апостолам; возможно, единственная из христ. культовых построек К поля, завершенная к моменту кончины имп.… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»