Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

πλεονέκτημα

См. также в других словарях:

  • πλεονέκτημα — advantage neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεονέκτημα — το ΝΜΑ [πλεονεκτώ]·1. το να πλεονεκτεί κάποιος ή κάτι, όφελος, κέρδος (α. «η πρότασή του παρουσιάζει πλεονεκτήματα» β. «τῆς πυλαίας δ ἐπεθύμουν καὶ τῶν ἐν Δελφοῑς, πλεονεκτημάτων δυοῑν...», Δημοσθ.) 2. προσόν, υπεροχή ως προς κάποιο σημείο,… …   Dictionary of Greek

  • πλεονέκτημα — το, ατος 1. κέρδος, όφελος: Αυτή η λύση έχει περισσότερα πλεονεκτήματα. 2. υπεροχή, αρετή, προτέρημα: Είναι άνθρωπος με πολλά πλεονεκτήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλεονέκτημ' — πλεονέκτημα , πλεονέκτημα advantage neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεονεκτημάτων — πλεονέκτημα advantage neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεονεκτήμασι — πλεονέκτημα advantage neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεονεκτήμασιν — πλεονέκτημα advantage neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεονεκτήματα — πλεονέκτημα advantage neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεονεκτήματι — πλεονέκτημα advantage neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεονεκτήματος — πλεονέκτημα advantage neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»