Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

πλασματικός

См. также в других словарях:

  • πλασματικός — imitative masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλασματικός — ή, ό / πλασματικός, ή, όν, ΝΑ [πλάσμα] πλαστός, ψεύτικος, φανταστικός («πλασματική πλειοψηφία» τεχνητή πλειοψηφία) νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πλάσμα αρχ. (για είδος διηγήματος) ο δραματικός, δηλαδή ο μιμητικός («τὸ μὲν γὰρ εἶναι… …   Dictionary of Greek

  • πλασματικός — ή, ό μη πραγματικός, ο φανταστικός: Πλασματικός χρόνος υπηρεσίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλασματικά — πλασματικός imitative neut nom/voc/acc pl πλασματικά̱ , πλασματικός imitative fem nom/voc/acc dual πλασματικά̱ , πλασματικός imitative fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλασματικῶν — πλασματικός imitative fem gen pl πλασματικός imitative masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλασματικόν — πλασματικός imitative masc acc sg πλασματικός imitative neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλασματικοῖς — πλασματικός imitative masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλασματικῆς — πλασματικός imitative fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλασματικῶς — πλασματικός imitative adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλασματικῷ — πλασματικός imitative masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • plasmático — ► adjetivo BIOLOGÍA Del plasma. * * * plasmático, ca. (Del gr. πλασματικός). adj. Perteneciente o relativo al plasma …   Enciclopedia Universal

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»