-
1 πλασματικός
[плазматикос] εκ. вымышленный, фиктивный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πλασματικός
-
2 мнимый
-
3 плазматический
биол. πλασματικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плазматический
-
4 призрачный
призрачн||ыйприл πλασματικός, φανταστικός (нереальный) / ἀνύπαρκτος (несуществующий) I ἀπατηλός (обманчивый):\призрачныйая надежда ἡ πλασματική ἐλπίδα -
5 фиктивный
фиктивныйприл πλαστός, εἰκονικός, πλασματικός. -
6 плазматический
επ.πλασματικός•-ое веще— ство клеток η πλασματική ουσία των κυττάρων.
-
7 поддельный
επ.παραποιημένος, πλαστός κίβδηλος, κάλπικος• νόθος, ψεύτικος• παραχαραγμένος• πλαστογραφημένος• υποβολιμαίος. || τεχνητός, αφύσικος, πλασματικός, φτιαστός. -
8 призрачный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно.1. του οράματος.2. φανταστικός• πλασματικός.3. ασαφής, αμυδρός, θολός.
См. также в других словарях:
πλασματικός — imitative masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλασματικός — ή, ό / πλασματικός, ή, όν, ΝΑ [πλάσμα] πλαστός, ψεύτικος, φανταστικός («πλασματική πλειοψηφία» τεχνητή πλειοψηφία) νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πλάσμα αρχ. (για είδος διηγήματος) ο δραματικός, δηλαδή ο μιμητικός («τὸ μὲν γὰρ εἶναι… … Dictionary of Greek
πλασματικός — ή, ό μη πραγματικός, ο φανταστικός: Πλασματικός χρόνος υπηρεσίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλασματικά — πλασματικός imitative neut nom/voc/acc pl πλασματικά̱ , πλασματικός imitative fem nom/voc/acc dual πλασματικά̱ , πλασματικός imitative fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλασματικῶν — πλασματικός imitative fem gen pl πλασματικός imitative masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλασματικόν — πλασματικός imitative masc acc sg πλασματικός imitative neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλασματικοῖς — πλασματικός imitative masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλασματικῆς — πλασματικός imitative fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλασματικῶς — πλασματικός imitative adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλασματικῷ — πλασματικός imitative masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
plasmático — ► adjetivo BIOLOGÍA Del plasma. * * * plasmático, ca. (Del gr. πλασματικός). adj. Perteneciente o relativo al plasma … Enciclopedia Universal