-
101 ложиться
[λοζίτ'σα] ρ. πλαγιάζω -
102 ложиться
[λοζίτ'σα] ρ πλαγιάζω -
103 залечь
-лягу, -ляжешь, -лягут, παρλθ. χρ. залег, -легла, -ло, προστκ. заляг, μτχ. παρλθ. χρ. залегшийρ.σ.1. ξαπλώνω, πλαγιάζω πολύ•он -лег до вечера αυτός πλάγιασε ως το βράδυ.
|| κρύβομαι, ξαπλώνω για να κρυφτώ•залечь в засаду στήνω ενέδρα, καρτέρι.
2. μτφ. κείμαι χαμηλά. || ριζώνομαι, χαράσσομαι•в моей душе глубоко -гли впечатления детства στην ψυχή μου βαθιά ρίζωσαν οι παιδικές εντυπώσεις.
3. κοίτομαι, σχηματίζομαι σαν κοίτασμα.4. σημειώνομαι, σχηματίζομαι (για ρητίδες, δίπλες κ.τ.τ.).5. (για δρόμο) γίνομαι αδιάβατος. -
104 лавировать
-рую, -руешьρ.δ.1. λοζοπλοώ, πλαγιάζω, βαστώ όρτσα.2. μτφ.επιδιώκω κάτι με πλάγια μέσα, ελίσσομαι, μανουβράρω. -
105 лечь
лягу, ляжешь, лягут; παρλθ. χρ. лг, легла-ло, προστκ. ляг ρ.σ.1. ξαπλώνω,πλαγιάζω κατακλίνομαι•лечь на диван ξαπλώνω στο ντιβάνι.
|| πεθαίνω. || πέφτω στη μάχη, σκοτώνομαι.2. εκτείνομαι καλύπτω, σκεπάζω. || αρχίζω, έρχομαι•на днях -ет зима αυτές τις μέρες θ αρχίσει ο χειμώνας.
3. πέφτω, κάθομαι•платье -ло хорошо на тело το φόρεμα κάθησε καλά στο σώμα.
4. παίρνω κατεύθυνση (για πλοίο, αεροπλάνο).5. μτφ. φέρω, πέφτω, έχω•ответственность -ет на вас την ευθύνη θα την φέρετε εσείς•
могут лечь на меня подозрения μπορεί να με υποψιαστούν.
6. μτφ. σε συνδυασμό με τις λέξεις•на душу, на сердце, на совесть σημαίνει: βαρύνω, τύπτω, τρώγω, κατατρύχω, καταπονώ, ενοχλώ.
-
106 прилечь
ρ.σ.1. πλαγιάζω, ξαπλώνω•прилечь отдохнуть ξαπλώνω να ξεκουραστώ.
|| ξαπλώνω, στρώνομαι καταγής για να μή φαίνομαι, κρύβομαι. || ακουμπώ, εφάπτω, κολλώ•прилечь ухом к чему-л. ακουμπώ το αυτί, σε κάτι (για να ακούσω)•
ребёнок прилёг на плечо матери το παιδάκι ακούμπησε στον ώμο της μάνας.
2. κλίνω, γέρνω, λυγίζω, κάμπτομαι. || (επι)κάθομαι•пыль -гла η σκόνη επικάθησε.
3. στηρίζομαι γερά, σταθερά. -
107 пролежать
-жу, -жишь ρ.σ.1. ξαπλώνω, πλαγιάζω•пролежать до обеда в постели ξαπλώνω ως το μεσημέρι στο κρεβάτι.
2. παραπετιέμαι• μένω παρατημένος, αχρησιμοποίητος. || κουράζομαι από το πολύ ξάπλα. || τρίβω, φθείρω από την πολλή ξάπλα. -
108 спать
сплю, спишь, παρλθ. χρ. спал, -ла, -ло, μτχ. ενστ. спящийρ.δ.1. κοιμούμαι•глубоким сном κοιμούμαι βαθιά•
я всю ночь не спал όλη τη νύχτα δε κοιμήθηκα•
мне хочется θέλω να κοιμηθώ.
|| (για νεκρούς)• αναπαύομαι.2. μτφ. είμαι νωθρός, νωχελής, οκνός, νωθρεύω, οκνεύω•а ты не спи, действуй ε μην κοιμάσαι (μη οκνεύεις), δράσε (κουνήσου).
3. (για συνουσία) συγκοιμούμαι, πλαγιάζω μαζί.εκφρ.спать и (во сне) видеть – θέλω πολύ, επιθυμώ σφόδρα, πεθαίνω, ψοφώ.κοιμούμαι• θέλω να κοιμηθώ. -
109 παραπλαγιάζω
A go obliquely, v.l. in LXX 1 Ki.23.26, Hsch.:—[voice] Med., π. τῇ πληγῇ present oneself obliquely to.., Sch.Od.5.440.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραπλαγιάζω
-
110 πλαγιόω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλαγιόω
-
111 ἀπλαγιάστως
A not obliquely, Eust.1229.41.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπλαγιάστως
-
112 ὀρθόω
A set straight,1 in height, set upright, set up one fallen or lying down, raise up,τὸν δ' αἶψ' ὤρθωσεν Ἀπόλλων Il.7.272
;χερσὶ λαβὼν ὤρθωσε 23.695
, v. infr. 11.1 ; ὀρθοῦν κάρα, πρόσωπον, E.Hipp. 198 (anap.), Alc. 388 (so in [voice] Med.,οὔατα ὀρθώσασθαι Q.S.4.511
) ; of buildings, raise up, rebuild, E.Tr. 1161 ;πολὺ τοῦ τείχους X.HG4.8.10
: generally, build, raise, ;ἔρυμα λίθοις καὶ ξύλοις Th.6.66
:—[voice] Pass., to be set upright, ἕζετο δ' ὀρθωθείς he sat upright, Il.2.42, etc.; ; ;ὀρθούμενοι ἐξιέναι X.Cyr. 8.8.10
, cf. 1.3.10 ; simply, rise from one's seat, stand up, A.Eu. 708, S. Ph. 820 ; rise up,ὀρθωθεὶς εὐνῆθεν A.R.2.197
.2 in direction, make straight,τὰ διεστραμμένα τῶν ξύλων Arist.EN 1109b7
, cf. X.Mem.3.10.15 ;ὀρθώσατ' ἐκτείνοντες ἄθλιον νέκυν E.Hipp. 786
:—[voice] Pass., ἢν τόδ' ὀρθωθῇ βέλος if this dart go straight, S.Ph. 1299 ;παρὰ στάθμην.. ὀρθοῦται κανών Id.Fr. 474
.II metaph. (from signf. 1.1) raise up, restore to health or happiness,ἐκ κακῶν ἄνδρας ὀρθοῦσιν.. κειμένους Archil.56.2
;ψυχῆς τελεότης σκήνεος μοχθηρίην ὀρθοῖ Democr.187
;ὧδε ποιήσας ὀρθώσεις σεωυτόν Hdt.3.122
, cf. A.Th. 229 (lyr.), S.OC 394, etc.;ὀ. βίον Id.OT39
; ὀ. ὕμνον raise it as a monument of glory, Pi.O.3.3, cf. I.1.46 ; also, exalt, honour, Σικελίαν, οἶκον, Id.N.1.15, I.6(5).65 ; make famous, Id.P.4.60, cf. Pl.La. 181a ; ὀρθοῦν τὸν ὑπτιάζοντα λόγον restore it to vigour, Hermog.Id.2.1.2 (from signf. 1.2) guide aright, (lyr.) ;πόλλ' ἁμαρτὼν οὐδὲν ὤρθωσας φρενί Id.Supp. 915
; ὀ. ἀγῶνας, ξυμφοράς, bring them to a happy end, Id.Ch. 584, Eu. 897 ;τὰ.. πόλεος θεοὶ.. σείσαντες ὤρθωσαν πάλιν S.Ant. 163
;τύχη τέχνην ὤρθωσεν Men.Mon. 495
, cf. 625 :—[voice] Pass., of actions or persons acting, succeed, prosper,ἢν ἡ διάβασις μὴ ὀρθωθῇ Hdt.1.208
;στρατηγὸς πλεῖστ' ἂν ὀρθοῖτο Th.3.30
, cf. 42 ; ὀρθοῦνται τὰ πλείω ib.37 ; success,Id.
4.18 ; of persons and places, to be safe and happy, flourish, S. Ant. 675, Antipho 5.7, Th.2.60 ; of words and opinions, to be right, be true,οὕτως ὀρθοῖτ' ἂν ὁ λόγος Hdt.7.103
;ὀρθοῦσθαι γνώμην E.Hipp. 247
(anap.); ἐν ἀγγέλῳ γὰρ κρυπτὸς ὀρθοῦται λόγος it lies with the messenger to set right a secret message, A.Ch. 773 ( κυπτὸς v. l. ap. Sch.Il.15.207, i. e. to straighten a crooked message).3 [voice] Pass., if all goes well,A.
Eu. 772.III intr., use the nominative case (opp. πλαγιάζω), Hermog.Id.1.3,9. -
113 παραπλαγιάζω
См. также в других словарях:
πλαγιάζω — πλαγιάζω, πλάγιασα, πλαγιασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πλαγιάζω — Ν ΜΑ [πλάγιος] (σχετικά με πλοίο) κυβερνώ ή πλέω εγγύτατα προς την ευθεία τού ανέμου, πλέω με την οξύτερη δυνατή γωνία πρόσπτωσης τού ανέμου στα ιστία, κν. βαστάω όρτσα («πρὸς ἀντίους τοὺς ἐτησίας πλαγιάζοντας [τὴν ναῡν]», Λουκιαν.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
πλαγιάζω — πλάγιασα, πλαγιασμένος 1. μτβ., κάνω κάτι να ξαπλωθεί, βάζω, υποχρεώνω κάποιον να κατακλιθεί: Τα παιδιά να τα πλαγιάζετε νωρίς. 2. για γυναίκα, υποχρεώνω να κοιμηθεί μαζί μου: Την πλάγιασε την κοπέλα και τώρα δεν τη θέλει. 3. αμτβ., πέφτω κάτω,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεπλαγιασμένα — πλαγιάζω turn sideways perf part mp neut nom/voc/acc pl πεπλαγιασμένᾱ , πλαγιάζω turn sideways perf part mp fem nom/voc/acc dual πεπλαγιασμένᾱ , πλαγιάζω turn sideways perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγιάσω — πλαγιάζω turn sideways aor subj act 1st sg πλαγιάζω turn sideways fut ind act 1st sg πλαγιάζω turn sideways aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγιάσῃ — πλαγιάζω turn sideways aor subj mid 2nd sg πλαγιάζω turn sideways aor subj act 3rd sg πλαγιάζω turn sideways fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγιῶν — πλαγιάζω turn sideways fut part act masc voc sg πλαγιάζω turn sideways fut part act neut nom/voc/acc sg πλαγιάζω turn sideways fut part act masc nom sg (attic epic ionic) πλαγιόω pres part act masc voc sg (doric aeolic) πλαγιόω pres part act neut … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπλαγιασμένον — πλαγιάζω turn sideways perf part mp masc acc sg πλαγιάζω turn sideways perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγιαζόμενον — πλαγιάζω turn sideways pres part mp masc acc sg πλαγιάζω turn sideways pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγιαζόντων — πλαγιάζω turn sideways pres part act masc/neut gen pl πλαγιάζω turn sideways pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγιασθέντα — πλαγιάζω turn sideways aor part pass neut nom/voc/acc pl πλαγιάζω turn sideways aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)