-
1 aside
πλάι -
2 о
πρόθεση με αιτ. κ. προθτ. πτ.1. (με αιτ.) εις, σε και άρθρο: στον, στην, στο, στους, στις, στα•удариться о камень χτυπώ στην πέτρα•
испачкаться ос стену λερώνομαι στον τοίχο•
опереться о перила στηρίζομαι στα κάγκελα•
сломить палку о колено σπάζω το παλούκι στο γόνατο.
2. με επανάλειψη του ουσ. σχηματίζει επιρρημαρικούς συνδυασμούς: πολύ κοντά, δίπλα, έγγιστα, πλάι-πλάι, κολλητά με•плечо о плечо πλάτη με πλάτη•
рука об руку χέρι με χέρι•
бок о бок πλάι-πλάι.
3. (για χρόνο) σε, κατά•об эту пору σ αυτόν τον καιρό (εποχή)•
вчера о полдень χτες κατά το μεσημέρι.
4. (με προθτ.) περί, για, ως προς•плакать о погибших κλαίω (για) τους πεσόντες•
говорить о событиях μιλώ για τα γεγονότα•
она думает обо мне αυτή σκέφτεται (για) εμένα•
напишу твоему отцу обо всем θα τά γράψω όλα στον πατέρα σου•
переговоры о мире διαπραγματεύσεις για την ειρήνη.
5. παλ. για αριθμητική ποσότητα με•каменный дом о пяти комнатах λιθόκτιστο σπίτι με πέντε δωμάτια•
дом о трёх этажах σπίτι τριώροφο.
6. περί, κατά•о заре κατά την αυγή•
о празднике κατά τη γιορτή.
о 2επιφ.1. (για κλήση, αναφώνηση, θαυμασμό), ω! τι!•о позор! τι ντροπή!•
о, муза! ω, μούσα!
2. (για αισθήματα πόνου, απελπισίας κ.τ.τ.) ω, όι•о-о! больно όι-όι! Πονά.
3. (με επιτακτική σημ.) ω•о да! ω ναι!, ω μάλιστα!•
о нет! α όχι!
-
3 бок
-а, προθτ. о боке, на боку, πλθ. бока а.,1. πλευρό, πλευρά•перевертываться с -у на бок γυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο•
спать на -у κοιμάμαι στο πλευρό.
2. πλευρά αντικειμένου.εκφρ.бок о бок – πλάι-πλάι•брать (взять, схватить) за -а – (απλ.) πιάυω από τ’ αυτί (να δόσει λόγο ή υποχρεώνω να κάμει τι)•под боком ή под боком – δίπλα, πλάι, πολύ κοντά•лежать на -у – το πιάνω ξάπλα, τεμπελιάζω•намять, наломать, обломать -а – σπάζω τα πλευρά (ξυλοκοπώ άγρια)•отдуваться своими -ами – πληρώνω τα σπασμένα (άλλου), την πληρώνω εγώ. -
4 сторона
-ы, αιτ. сторону, πλθ. стороны, -рон, -ам θ.1. πλευρό, πλευρά, μέρος•в -у леса προς το μέρος του δάσους•
со -ы поля από το μέρος του χωραφιού•
разойтитесь в разные -ы διαλυθείτε (φύγετε) προς διάφορες κατευθύνσεις.
|| το πλάι•смотреть в -у κοιτάζω στο πλάι•
в -е στο πλάι, δίπλα.
|| σημείο, σημάδι•-ы горизонта τα σημεία του ορίζοντα.
2. τόπος, μέρος• τοποθεσία• περιοχή• χώρα•родная сторона η γενέτειρα•
чужая сторона ξένος τόπος, η ξενιτειά, τα ξένα.
3. μτφ. άκρη, μπάντα, αμεθεξία•держаться в -έ κάθομαι στην άκρη, αμέτοχος, απέχω.
|| μτφ. (με την πρόθεση «С») από τα έξω•со -ы виднее, кто прав απ έξω φαίνεται καλύτερα, ποιος έχει δίκαιο•
посмотреть со -ы κοιτάζω απ έξω.
4. επιφάνεια, όψη, πλευρά•лицевая сторона πρόσοψη, φάτσα• η καλή μεριά, η όρθα.
|| μτφ. άποψη•художественная сторона спектакля η καλλιτεχνική πλευρά του θεάματος•
юридиче-скэя сторона дела η νομική πλευρά της υπόθεσης.
5. ομάδα•враждующие -ы οι εχθρικές πλευρές•
договаривающие -ы τα συμβαλλόμενα μέρη.
6. επίρ. -ой παρακάμπτοντας, προσπερνώντας• κοντά, έξω απο, εκτός.7. (μαθ.) πλευρά•-ы треугольника οι πλευρές του τριγώνου.
εκφρ.в -е от кого – ξεχωριστά απο, ιδιαίτερα•в -у – κατηγ. α) αποφεύγω, παρακάμπτω, αντιπαρέρχομαί. β) κατά μέρος, στην μπάντα (για κάτι ασήμαντο), γ) χώρια, κατά μέρος•на -у – σε ξένους (πουλώ κ.τ.τ.)• со -ы από άποψη, πλευρά•обсудить со всех -он – συζητώ (εξετάζω) απ όλες τις πλευρές•с вашей -ы – από την πλευρά σας•дядя со -ы отца – θείος από τον πατέρα•с одной -ы..., с другой -ы... – από τη μια πλευρά..., από την άλλη πλευρά... ή αφ ενός..., αφ ετέρου...• узнать -ой μαθαίνω εξώδικα•быть на -е – είμαι με το μέρος (κάποιου)•принять (орать, взять) -у чью – παίρνω το μέρος κάποιου•идти (отправляться, убирать(ся) на все четыре стороны – πηγαίνω όπου θέλω, όπου μου γουστάρει•смотреть (глядеть) по -ам – περιφέρω το βλέμμα μου. -
5 бок
-
6 около
около 1) (возле) κοντά, πλάι, δίπλα· \около меня κοντά μου· \около кинотеатра κοντά στο κινηματογράφο· \около Москвы κοντά στη Μόσχα 2) (приблизительно) περίπου, σχεδόν \около десятка περίπου δέκα· \около трёх часов περίπου τρεις ώρες* * *1) ( возле) κοντά, πλάι, δίπλαо́коло меня́ — κοντά μου
о́коло кинотеа́тра — κοντά στο κινηματογράφο
о́коло Москвы́ — κοντά στη Μόσχα
2) ( приблизительно) περίπου, σχεδόνо́коло деся́тка — περίπου δέκα
о́коло трёх часо́в — περίπου τρεις ώρες
-
7 при
при 1) κοντά, πλάι, πλησίον при входе ( κοντά) στην είσοδο 2) (в присутствии) μπροστά, ενώπιον при посторонних μπροστά στους ξένους ◇ не иметь при себе чего-л. δεν έχω επάνω (или μαζί) μου κάτι* при случае με την ευκαιρία прибавить, прибавлять προσθέτω* * *1) κοντά, πλάι, πλησίονпри вхо́де — (κοντά) στην είσοδο
2) ( в присутствии) μπροστά, ενώπιονпри посторо́нних — μπροστά στους ξένους
••не име́ть при себе чего́-л. — δεν έχω επάνω ( или μαζί) μου κάτι
при слу́чае — με την ευκαιρία
-
8 сбоку
-
9 сторона
сторона ж 1) (направление) η κατεύθυνση, η μεριά 2) το μέρος, ο τόπος 3) (край, бок) η πλευρά, η μεριά; с правой \сторонаы από τα δεξιά; в сторону στην μπάντα; на той \сторонае αντίπερα; в \сторонае στο πλάι, παράμερα 3) (поверхность) η πλευρά, η επιφάνεια; обратная \сторона η ανάποδη; лицевая \сторона η καλή όψη 4) мн. стороны οι αμφότεροι ◇ с одной \сторонаы...с другой \сторонаы... από τη μια μεριά... απ" την άλλη сторонник м о οπαδός; \сторонаи мира οι οπαδοί της ειρήνης* * *ж1) ( направление) η κατεύθυνση, η μεριά2) το μέρος, ο τόπος3) (край, бок) η πλευρά, η μεριάс пра́вой стороны́ — από τα δεξιά
в сто́рону — στην μπάντα
на той стороне́ — αντίπερα
в стороне́ — στο πλάι, παράμερα
4) ( поверхность) η πλευρά, η επιφάνειαобра́тная сторона́ — η ανάποδη
лицева́я сторона́ — η καλή όψη
5) мн.сто́роны — οι αμφότεροι
••с одно́й стороны́... с друго́й стороны́... — από τη μια μεριά... από την άλλη
-
10 у
у δίπλα, πλάι, κοντά; у гостиницы κοντά στο ξενοδοχείο; у меня есть (нет) έχω (δεν έχω); у нас σε μας; у вас σε σας* * *δίπλα, πλάι, κοντάу гости́ницы — κοντά στο ξενοδοχείο
у меня́ е́сть (нет) — έχω (δεν έχω)
-
11 бок
бокм1. (сторона) ἡ πλευρά, τό πλάγιο[ν] μέρος:по \бокам (чего́-л.) ἀπό τά δύο μέρη, ἀπό τίς δυό πλευρές; вид с \боку ἡ ἄποψη ἀπ' τά πλάγια, ἡ πλαγία ἀποψη;2. (человека, животных) τό πλευρό[ν]:у меня колет в \боку́ μέ σουβλίζει τό πλευρό μου; ◊ \бок ὁ \бок πλάϊ-πλάϊ, δίπλα; под \боком πολύ κοντά, δίπλα, κολλητά; намять \бока кому́-л. разг ξυλοκοπώ, σπάζω στό ξύλο; схватиться за \бока (сильно смеяться) ξεκαρδίζομαι; взять кого-л. за \бока разг ὑποχρεώνω (или καταναγκάζω) κάποιον. -
12 о
о I(об, обо) предлог Α. с вин. п.1. (для обозначения соприкосновения) είς, μέ:опираться о край стола ἀκουμπῶ στήν ἄκρη τοῦ τραπεζιοῦ· биться головой о стену χτυπώ τό κεφάλι μου στον τοίχο·2. (при повторении существительного означает «рядом-»):рука о́б руку χέρι μέ χέρι· бороться бок ὁ бок ἀγωνίζομαι μαζί, ἀγωνίζομαι πλαΐ πλάι· В. с предл. ἡ. ί. (относительно) γιά, περί:говорить о чем-л. (ό)μιλῶ γιά κάτι· она не думает о нас (αυτή) δέν μᾶς σκέπτεται· лекция о греческой литературе διάλεξη γιά τήν ἐλληνική λογοτεχνία·2. (в смысле «имеющий») уст. μέ:о двух головах μέ δυό κεφάλια, δικέφαλος· стол о трех но́жках τραπέζι μέ τρία πόδια· ◊ об эту пору αὐτόν τόν καιρό.о IIмежд1. (при обращении и при восклицательных словах) &\:о, позор I & τί ντροπή!, ῶ τί ρεζιλίκι!·2. (для выражения удивления, восхищения) ῶ!:о, как хорошо́! ὦ, τί καλά!·3. (для выражения неприятных чувств) ῶχ! -
13 плечо
плеч||ос1. ὁ ὠμος:\плечоо́м к \плечоу́ δίπλα-δίπλα, πλαϊ-πλαϊ· пожимать \плечоа́ми σηκώνω (или ὑψώνω) τους ὠμους· правое (левое) \плечо вперед! воен. ἀλλαγή κατευθύνσεως προς τ' ἀριστερά (προς τά δεξιά)!·2. тех. ὁ βραχίων, \плечо коромысла τό ζυγάρν ◊ это ему́ не по \плечоу́ αὐτόδέν εἶναι γιά τά κότσια του· иметь голову на \плечоах ίχω μυαλο, τά ἔχω τετρακόσια· на его \плечоах вся семья συντηρεί ὀλοκληρη τήν οἰκογένεια· с плеч долой λιγωτερος ἔνας μπε-λας· гора́ с плеч свалилась ἀπαλλάχτηκα ἀπό μεγάλο βάρος. -
14 рядом
рядомнареч δίπλα, κοντά, παραπλεύρως, πλάι, στό πλάι:сидеть \рядом с кем-л. κάθομαι δίπλα σέ κάποιον. -
15 сторона
сторон||аж1. (направление) ἡ κατεύ-θυνση [-ις], τό μέρος, ἡ μεριά:в \сторонае́ леса προς τό μέρος τοῦ δάσους· пойти в разные стороны πηγαίνω σέ διαφορετικές κατευθύνσεις·2. (местность, страна) ὁ τόπος, τό μέρος:родная \сторона ἡ πατρίδα, ἡ γενέτειρα· чужая \сторона ὁ ξένος τόπος·3. (бок, боковая часть, пространство сбоку от чего-л.) τό πλευρό[ν], ἡ πλευρά, τό πλάι:πο эту (ту) сторону ἀπό αὐτή (άπό τήν ἄλλη) μεριά· по обе \сторонаы дороги ἀπό τίς δύο πλευρές τρῦ δρόμου· со всех сторон ἀπ' ὅλες τίς πλευρές· в \сторонае́ παραπέρα, στό πλάϊ, κατά μέρος· смотреть со \сторонаы κοιτάζω ἀπό μακριά· смотреть на себя со \сторонаы φαντάζομαι τήν είκόνα πού παρουσιάζω· уклониться в сторону παρεκκλίνω· отложить что́-л. в сторону βάζω κατά μέρος·4. (поверхность предмета) ἡ πλευρά, ἡ ἐπιφάνεια, ἡ Οψη [-ις]:лицевая \сторона материи ἡ ὅψη (или ἡ καλή) ὑφάσματος· обратная \сторона медали прям., перен ἡ ἄλλη πλευρά τοῦ νομίσματος·5. (в споре, в процессе и т. п.) τό μέρος, ἡ πλευρά:противная \сторона τό ἀντίθετο μέρος, ἡ ἀντίδικος πλευρά· привлекать на свою сторону προσελκύω μέ τό μέρος μου· стать на чью-л. сторону παίρνω τό μέρος κάποιου· Высокие договаривающиеся стороны дипл. οἱ 'Υψηλοί Συμβαλλόμενοι, τά 'Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη·6. (точка зрения) ἡ ἀποψη, ἡ πλευρά:рассмотреть вопрос со всех сторон ἐξετάζω τό ζήτημα ἀπ' ὅλες τίς πλευρές· ◊ с моей \сторонаы ἐκ μέρους μου, ἀπό μέρους μου· это очень ми́ло с твоей \сторонаы εἶναι πολύ εὐγενικό ἐκ μέρους σου· ни с той, ни с другой \сторонаы ὁὔτε ἀπ' τό ἕνα ὁὔτε ἀπό τό ἄλλο μέρος· с одной \сторонаы... с другой \сторонаы... ἀφ' ἐνός μέν... ἀφ' ἐτερου δέ..., ἀπ' τή μιά μεριά..., ἀπ' τήν ἄλλη...· родственник со \сторонаы матери συγγενής ἐκ μητρός· держаться в \сторонае́ μένω οὐδέτερος, δέν ἀνακατεύομαι· оставить в \сторонае что-л. ἀφήνω κάτι κατά μέρος· отпустить на все четыре \сторонаы διώχνω νά πάει ὅπου θέλει· узнать что-л, \сторонаой μαθαίνω κάτι Εμμεσα· шутки в сторону! τ' ἀστεία κατά μέρος, ἄσε τ' ἀστεία! -
16 abreast
[ə'brest](side by side: They walked along the road three abreast.) πλάι-πλάι -
17 shoulder to shoulder
(close together; side by side: We'll fight shoulder to shoulder.) πλάι πλάι,ενωμένοι -
18 side by side
(beside one another; close together: They walked along the street side by side.) δίπλα δίπλα,πλάι πλάι -
19 sideways
adjective, adverb (to or towards one side: He moved sideways; a sideways movement.) λοξός,λοξά,με το πλάι,στο πλάι -
20 борт
-а, προθτ. о борте, на борту, πλθ. борта α.1. η πλευρά•правый борт корабля η δεξιά πλευρά του πλοίου.
2. η σπόντα του μπιλλιάρδου•бить от двух -5в χτυπώ από δυό σπόντες.
3. Ή άκρη της μπροστινής του σακακιού, παλτού κ.τ.τ.εκφρ.борт о борт – πλευρό με πλευρό, πλάι-πλάι (για πλοία)•за борт – πέρα α-πο την πλευρά, στο νερό, στη θάλασσα•за -ом остаться – μένω έξω, αποκλείομαι, απορρίπτομαι•выкинуть ή выбросить за борт – απορρίπτω σαν άχρηστο, πετώ•на -у – (ναυτ.) στο πλοίο•на -у самолета – στο αεροπλάνο•брать ή взять на борт – παίρνω στο πλοίο.
См. также в других словарях:
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
καραγκιόζης — Ελληνική παραλλαγή του θεάτρου σκιών, μιας τέχνης που είναι διαδεδομένη σε ολόκληρη την Ανατολή, με κεντρικό ήρωα την ομώνυμη φιγούρα. Η καταγωγή του Κ. παραμένει αδιευκρίνιστη. Έρευνες που έχουν διεξαχθεί κατά καιρούς έχουν επιχειρήσει να… … Dictionary of Greek
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek
πλάγι — το / πλάγιον, Ν ΜΑ, και πλάι Ν το πλευρικό μέρος τού ανθρώπινου σώματος ή ενός αντικειμένου, το πλευρό, η πλευρά (α. «το πλάγι τού καραβιού» β. «ῥέων δὲ διὰ πάσης τῆς Εὐρώπης ἐς τὰ πλάγια τῆς Σκυθικής ἐσβάλλει», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. στον πληθ. τα… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek
πλά(γ)ι — το 1. πλάγιο μέρος, πλευρά: Έγειρε στο πλάι και κοιμήθηκε. 2. επίρρ. τοπ., πλάι παράπλευρα, κοντά: Καθίσαμε πλάι πλάι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μυθιστόρημα — Λογοτεχνικό είδος που προϋποθέτει μια αφήγηση γεγονότων, σε πεζό λόγο, διαρθρωμένων γύρω από μια «πλοκή» ή γύρω από ένα ή περισσότερα πρόσωπα, με ιστορικό ή φανταστικό φόντο. Ένας ακριβής ορισμός του μ. παραμένει ωστόσο μάλλον δυσχερής, γιατί με… … Dictionary of Greek
σχολείο — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… … Dictionary of Greek