-
1 πλάγια
[платка] εκίρ. рядом, сбоку, косвенно.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πλάγια
-
2 наклонно
πλάγιαπλαγίωςλοξάκεκλιμέναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > наклонно
-
3 косвенный
επ.1. παλ. λοξός•косвенный взгляд η λοξή ματιά.
2. έμμεσος, πλάγιος•косвенный намёк υπαινιγμός•
косвенный налог έμμεσος φόρος•
косвенный вопрос πλάγια ερώτηση•
-ым путём έμμεσα, πλάγια.
|| εξώδικος•-ые улики εξώδικες μαρτυρίες.
εκφρ.- ое дополнение – (γραμμ.) έμμεσο αντικείμενο•косвенный падеж – (γραμμ.) πλάγια πτώση•- ая речь – πλάγιος λόγος•- ые средства – κρυφοί (άδηλοι) πόροι•- ые пути – πλάγιοι τρόποι. -
4 откос
-а α.1. πλαγιά, κλιτύς κλίση, κατωφέρεια•откос холма η πλαγιά του λόφου.
|| η πλευρική κλίση του όρόμου.2. επικλινές μέρος•оконный откос το επικλινές μέρος του παράθυρου.
3. πλαγιότητα, λοξότητα.εκφρ.пустить поезд под откос – εκτροχιάζω το τρένο στην πλαγιά. -
5 бок
-
6 боком
-
7 наискось
-
8 склон
-
9 бок
бокм1. (сторона) ἡ πλευρά, τό πλάγιο[ν] μέρος:по \бокам (чего́-л.) ἀπό τά δύο μέρη, ἀπό τίς δυό πλευρές; вид с \боку ἡ ἄποψη ἀπ' τά πλάγια, ἡ πλαγία ἀποψη;2. (человека, животных) τό πλευρό[ν]:у меня колет в \боку́ μέ σουβλίζει τό πλευρό μου; ◊ \бок ὁ \бок πλάϊ-πλάϊ, δίπλα; под \боком πολύ κοντά, δίπλα, κολλητά; намять \бока кому́-л. разг ξυλοκοπώ, σπάζω στό ξύλο; схватиться за \бока (сильно смеяться) ξεκαρδίζομαι; взять кого-л. за \бока разг ὑποχρεώνω (или καταναγκάζω) κάποιον. -
10 косогор
косогорм ἡ κλιτύς, ἡ πλαγιά λόφου:на \косогоре στήν πλαγιά. -
11 наклон
-
12 окольный
επ.1. (κυρλξ. κ. μτφ.) πλάγιος, πλευρικός, πλαϊνός•-ая дорога πλαϊνός δρόμος•
- ые пути (μτφ.) πλάγια μέσα•
-ым путм πλαγίως, με πλάγια μέσα.
2. παλ. ο γύρω, ο πέριξ•-ые доми τα γύρω σπίτια•
-ые деревни τα περίχωρα.
-
13 профиль
-я α.1. το προφίλ, πλάγια όψη•красивый профиль лица ωραίο προφίλ του προσώπου•
смо-трть в профиль κοιτάζω προφίλ, πλευρικά, πλάγια.
2. (κατά)τομή•продольный профиль τομή κατά μήκος•
профиль поперечный τομή κατά πλάτος ή διατομή•
профиль машины κατατομή ή εγκάρσια. τομή της μηχανής.
3. ειδικότητα, ειδική κατάρτιση•профиль инженера-металлурга ειδική κατάρτιση του μηχανικού-μεταλλουργού.
-
14 путь
-и α.1. δρόμος, οδός•прямой путь ίσιος δρόμος•
широкий путь πλατύς (φαρδύς) δρόμος•
санный путь ελκηθόδρομος•
заласной путь πλάγια σιδηροδρομική γραμμή•
воздушный путь αεροπορική γραμμή.
2. μτφ. τρόπος, μέθοδος ενέργειας, επίδρασης•каким -м? με τι τρόπο;•
любым -м με κάθε τρόπο.
3. πλθ. (σ.νατ.) τα όργανα•дыхательные -и τα αναπνευστικά όργανα.
4. ταξίδι•направляться в далкий πηγαίνω για μακρινό ταξίδι.
5. δρομολόγιο•путь сбиться с -и ξεφεύγω (παρεκκλίνω) από το δρόμο, χάνω το δρόμο•
держать путь τηρώ την κατεύθυνση.
|| μέσον•путь к достижению δρόμος για την επίτευξη.
6. όφελος, κέρδος•коли будет путь αν θα υπάρξει όφελος.
εκφρ.жизненный путь – η πορεία της ζωής•окольным (обходным) -м – πλάγια, έμμεσα, με πλάγιο τρόπο•путь последний путь – ο δρόμος προς την τελευταία κα-κατοικία, η• κηδεία: счастливый -!, счастливого -й! καλό κατευόδιο! καλό ταξίδι! ώρα καλή!•- и сообщения – η συγκοινωνία•без -и – (απλ.) μάταια, άσκοπα•на -и к чему ή по -и чего – βαδίζοντας προς•по -и – α) καθ οδό, στο δρόμο, β) τον ίδιο δρόμο, γ) μια φορά, ταυτόχρονα•не по -и с кем – διαφορετικό δρόμο πήραμε, χωρίζουν οι δρόμοι μας (δε συμπί πτουν οι σκοποί μας, οι επιδιώξεις μας)•забыть путь куда – ξεχνώ το δρόμο για κάπου (παύω να μεταβαίνω, να επισκέπτομαι)•быть на -и к чему – πλησιάζω προς κάτι•вывести на - – βγάζω στο δρόμο της ζωής, στη ζωή, στην κοινωνία•стать (стоять) поперк -и кому; стоять (стать) на -и чьем – στέκομαι (μπαίνω) εμπόδιο σε κάποιον•стоять на хорошем (правильном) -и – στέκομαι, βρίσκομαι σε καλό, σωστό δρόμο, βαδίζω καλά, σωστά•стоять (находить(ся) на ложном -й; идти по ложному -и – δε βρίσκομαι σε σωστό δρόμο, ακολοθώ εσφαλμένη οδό. -
15 булинь
мор. η πλαγία, η μπουρίνα, ο πλαγιαστή ρας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > булинь
-
16 вид
1. (на чертеже) η όψη- - в разрезе - σε τομή- εν τομή2. мат. η μορφή 3. (колебаний, волн, импульсов) η μορφή 4. (внешний) η όψη, το παρουσιαστικό, η εμφάνισητο ύφος5. биол. το είδος 6. грам. η μορφ/ήсовершенный - глагола τετελεσμένη/στιγμιαία - του ρήματος (π.χ. ο αόριστος, παρακείμενος7. (на жительство) η άδεια παραμονής 8. (род, сорт, форма, состояние) η μορφή, το είδοςв письменном - е γραπτά, γραπτώςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вид
-
17 дерапаж
(юз) η πλάγια ολίσθηση, το πα-τινάρισμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дерапаж
-
18 отвес
1. (груз, подвешенный на шнуре и служащий для определения вертикального положения) το βαρίδι του αλφαδιούτο αλφάδι2. (вертикальный склон) η κάθετη πλαγιά, το απόκρημνο 3. (взвешивание) το ζύγισμα 4 (сертификат) το ζυγολόγιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отвес
-
19 падеж
грам. η πτώσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > падеж
-
20 преломление
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > преломление
См. также в других словарях:
πλαγία — πλαγίᾱ , πλάγιος placed sideways fem nom/voc/acc dual πλαγίᾱ , πλάγιος placed sideways fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγίᾳ — πλαγίᾱͅ , πλάγιος placed sideways fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάγια — Oνομασία 12 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ.), στην πρώην επαρχία Βόνιτσας και Ξηρομέρου, του νομού Αιτωλοακαρνανίας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ.), στην πρώην επαρχία Ικαρίας, του νομού Σάμου. 3. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ.… … Dictionary of Greek
πλαγιά — η πλευρά λόφου ή βουνού: Το κοπάδι έβοσκε στην πλαγιά του βουνού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλαγιά — Oνομασία 12 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ.), στην πρώην επαρχία Βόνιτσας και Ξηρομέρου, του νομού Αιτωλοακαρνανίας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ.), στην πρώην επαρχία Ικαρίας, του νομού Σάμου. 3. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ.… … Dictionary of Greek
πλάγια — πλάγιον placed sideways neut nom/voc/acc pl πλάγιος placed sideways neut nom/voc/acc pl πλάγιος placed sideways neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυατροφική πλάγια σκλήρυνση — (Ιατρ.). Λέγεται και νόσος του Σαρκό. Είναι η συχνότερη και η πιο μοιραία νόσος του νευρικού συστήματος στους ενήλικες. Χαρακτηρίζεται από τον συνδυασμό μυατροφικής παράλυσης ποικίλλων βαθμών εξαιτίας προσβολής των κινητικών κυττάρων των προσθίων … Dictionary of Greek
Νέα Πλάγια — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ.)του νομού Χαλκιδικής … Dictionary of Greek
πλάγι' — πλάγια , πλάγιον placed sideways neut nom/voc/acc pl πλάγια , πλάγιος placed sideways neut nom/voc/acc pl πλάγια , πλάγιος placed sideways neut nom/voc/acc pl πλάγιε , πλάγιος placed sideways masc voc sg πλάγιε , πλάγιος placed sideways masc/fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγιάσας — πλαγιά̱σᾱς , πλαγιάζω turn sideways fut part act fem acc pl (doric) πλαγιά̱σᾱς , πλαγιάζω turn sideways fut part act fem gen sg (doric) πλαγιάσᾱς , πλαγιάζω turn sideways aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγίας — πλαγίᾱς , πλάγιος placed sideways fem acc pl πλαγίᾱς , πλάγιος placed sideways fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)