-
1 πιπεράτος
η, ο1) острый (на вкус); обжигающий; 2) перен. едкий, колкий -
2 πιπεράτος
[пипэраггос] εκ. приправленный прецем, острый на вкус.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πιπεράτος
-
3 πιπεράτος
[пипэраггос] επ приправленный прецем, острый на вкус. -
4 biberli
πιπεράτος, καυτερός, πικάντικος -
5 острый
острый 1) μυτερός· κοφτερός· \острый нож το κοφτερό μαχαίρι 2) (о пище) οξύς· καυτερός· πιπεράτος (тж. перен.)' \острый сыр το πιπεράτο τυρί ◇ \острыйая боль о δυνατός (или οξύς) πόνος* * *1) μυτερός; κοφτερόςо́стрый нож — το κοφτερό μαχαίρι
2) ( о пище) οξύς; καυτερός; πιπεράτος (тж. перен.)о́стрый сыр — το πιπεράτο τυρί
••о́страя боль — ο δυνατός ( или οξύς) πόνος
-
6 перец
пер||ецм ἡ πιπεριά / τό πιπέρι (стручки):приправленный \переццем πιπεράτος· посыпать \переццем πιπερώνω· ◊ задать \переццу кому́-л. разг τιμωρώ, κάνω του ἀλατιού. -
7 peppery
1) ((of food) containing a lot of pepper: The soup is too peppery.) πιπεράτος2) (easily made angry: a peppery old man.) ευέξαπτος -
8 перечный
επ.του πιπεριού• πιπεράτος. -
9 перцовый
См. также в других словарях:
πιπεράτος, -η, -ο — πιπεράτος, η, ο,1. αυτός που έχει γεύση ελαφρά καυστική: Τυρί πιπεράτο. 2. μτφ., για λόγο πειραχτικό, «τολμηρό»: Τα λόγια της ήταν πιπεράτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πιπεράτος — η, ο / πεπεράτος, ον, ΝΜ [πίπερι] αυτός που έχει καυστική γεύση σαν το πιπέρι, που περιέχει πιπέρι, που πιπερίζει νεοελλ. μτφ. (για λόγο) δηκτικός, πειρακτικός μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ πεπερᾱτον είδος κρασιού με ελαφρώς καφτερή γεύση … Dictionary of Greek
Griego medieval — Hablado en Grecia Turquía … Wikipedia Español
πεπεράτος — ον, Μ βλ. πιπεράτος … Dictionary of Greek
σκαμπρόζικος — η, ο, Ν [σκαμπρόζος] σκανταλιάρικος, πιπεράτος, πικάντικος («σκαμπρόζικο ανέκδοτο») … Dictionary of Greek
piper — PIPÉR, (1, 2) piperi, s.m., (3) s.n. 1. s.m. Plantă tropicală din familia piperaceelor, cu tulpina lungă şi subţire, târâtoare sau agăţătoare, ale cărei fructe, în formă de boabe (negre la maturitate), sunt folosite (ca atare sau pisate) drept… … Dicționar Român