Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πιο

  • 61 most

    [məust] 1. superlative of many, much (often with the) - adjective
    1) ((the) greatest number or quantity of: Which of the students has read the most books?; Reading is what gives me most enjoyment.) (ο)περισσότερος,(οι)περισσότεροι
    2) (the majority or greater part of: Most children like playing games; Most modern music is difficult to understand.) (ο)περισσότερος,(οι)περισσότεροι
    2. adverb
    1) (used to form the superlative of many adjectives and adverbs, especially those of more than two syllables: Of all the women I know, she's the most beautiful; the most delicious cake I've ever tasted; We see her mother or father sometimes, but we see her grandmother most frequently.) (ο)πιο,(ο)περισσότερο
    2) (to the greatest degree or extent: They like sweets and biscuits but they like ice-cream most of all.) πιο πολύ
    3) (very or extremely: I'm most grateful to you for everything you've done; a most annoying child.) λίαν,εξαιρετικά
    4) ((American) almost: Most everyone I know has read that book.) σχεδόν
    3. pronoun
    1) (the greatest number or quantity: I ate two cakes, but Mary ate more, and John ate (the) most.) (το)περισσότερο
    2) (the greatest part; the majority: He'll be at home for most of the day; Most of these students speak English; Everyone is leaving - most have gone already.) οι περισσότεροι, το μεγαλύτερο μέρος
    - at the most
    - at most
    - for the most part
    - make the most of something
    - make the most of

    English-Greek dictionary > most

  • 62 the ...

    ((with comparative adjective or adverb) used to show the connection or relationship between two actions, states, processes etc: The harder you work, the more you earn.) όσο (πιο)..τόσο (πιο)

    English-Greek dictionary > the ...

  • 63 выстоять

    -ою, -оишь, προστκ. выстой κ. выстой ρ.σ.
    1. στέκω, -ομαι όρθιος, ίσταμαι•

    я -ял в очереди один час στάθηκα στη σειρά μια ώρα.

    2. μτφ. υποφέρω, υπομένω, αντέχω,τα βγάζω πέρα.
    1. παραμένω πολύ χρόνο και καλυτερεύω, παλιώνω•

    вино -лось и стало крепче и вкуснее το κρασί πάλιωσε κι έγινε πιο δυνατό και πιο εύγεστο.

    2. ξεκουράζομαι, αναπαύομαι (για άλογο).

    Большой русско-греческий словарь > выстоять

  • 64 выше

    1. συγκρ. β. του επ. высокий κ.του επίρ. высоко.
    2. επίρ. ψηλότερα, πιο ψηλά• ανώτερα• άνω, πιο πάνω, παραπάνω• ανωτέρω•

    температура выше ноля θερμοκρασία άνω του μηδενός•

    выше как сказано выше όπως ειπώθηκε παραπάνω•

    дети семи лет и выше παιδιά εφτά χρονών και πάνω•

    это выше моих сил αυτό ξεπερνά τις δυνάμεις μου•

    как было упомянуто выше όπως αναφέρθηκε παραπάνω•

    летать выше всех πετώ ψηλότερα απ’ όλους.

    Большой русско-греческий словарь > выше

  • 65 дальше

    1. συγκρ. β. του επ. далекий και του επίρ. далеко.
    2. επίρ. μετά, έπειτα, ύστερα, κατόπιν, ακολούθως•

    а дальше что было? και μετά τι έγινε;•

    что же -? και μετά;

    3. παρακάτω, κατωτέρω•

    пишите дальше γράφετε παρακάτω•

    дальше рассказывай дальше διηγήσου παρακάτω.

    || περισσότερο, άλλο, πιο πέρα•

    я дальше не могу терпеть άλλο δε μπορώ να υποφέρω.

    εκφρ.
    дальше! – παρακάτω!•
    дальше ехать некуда – παραπέρα δεν έχει, δεν πάει, ως αυτού και πίσω•
    не дальше как... ή не дальше чем – (για τόπο, χρόνο) ακριβώς, συγκεκριμένα, καθόλου παραπάνω ή πιο πέρα.

    Большой русско-греческий словарь > дальше

  • 66 девятый

    αριθμ. τακτ. ένατος.
    εκφρ.
    девятый вал – το ένατο κύμα: α) σαν το πιο μεγάλο και πιο επικίνδυνο κύμα. β) μτφ. φοβερός και κορυφαίος.

    Большой русско-греческий словарь > девятый

  • 67 дольше

    συγκρ. β. του επ. долгий κ. του επίρ. долго μακρύτερος, πιο μακρύς• περισσότερος, πλέον περισσότερο χρόνο, πιο ; μακριά, μακρύτερα•

    этот путь дольше того αυτός ο δρόμος είναι μακρύτερος από εκείνον•

    я вас в этом доме живу α' αυτό το σπίτι εγώ ζω περισσότερο καιρό από σας.

    Большой русско-греческий словарь > дольше

  • 68 зачастить

    -ащу, -астишь
    ρ.σ.
    1. γίνομαι πιο συχνός ή πιο πυκνός•

    довдь -ил η βροχή δυνάμωσε.

    2. (μουσ.) παίζω με γρηγορότερο ρυθμό. || μτφ. μιλώ γρήγορα.
    3. αρχίζω να συχνάζω.

    Большой русско-греческий словарь > зачастить

  • 69 лучший

    συγκρ. β. του επ. хороший• καλύτερος•

    дайте мне -его вина δόστε μου καλύτερο κρασί•

    в ожидание -его περιμένοντας το καλύτερο.

    υπερθ. β. ο πιο καλύτερος•

    лучший из всех ο καλύτερος απ όλους•

    -его качества της καλύτερης ποιότητας.

    εκφρ.
    всего -его! – στο καλό! (ευχή αποχαιρετισμού)•
    в -ем виде – (απλ.) κατά τον καλύτερο τρόπο•
    в -ем случае – στην καλύτερτ• περίπτωση, στις πιο ευνοϊκές συνθήκες.

    Большой русско-греческий словарь > лучший

  • 70 меньший

    επ.
    1. συγκρ. β.
    επ. малый κ. маленький μικρότερος• λιγότερος•

    -ая часть μικρότερη μερίδα•

    из двух зол выбрать -ее εκ δύο κακών το μη χείρον βέλτοστον.

    2. υπερθ. β. ο πιο λίγος, ο λιγότερος, ο ελάχιστος.
    3. ο μικρότερος στην οικογένεια•

    меньший сын το μικρότερο παιδί (διγόνι)•

    меньший брат ο μικρότερος αδερφός•

    -ая сестра μικρότερη αδερφή•

    -ая дочь η μικρότερη θυγατέρα (διγόνα).

    εκφρ.
    по -ей мере – τουλάχιστο• εν πάση περιπτώσει•
    самое -ее – το πιο λιγότερο.

    Большой русско-греческий словарь > меньший

  • 71 наименее

    επίρ.
    λιγότερο, πιο λίγο•

    это мне наименее нравится αυτό μου αρέσει λιγότερο•

    наименее удачный способ ο λιγότερο τελεσφόρος τρόπος•

    наименее выгодно λιγότερο επικερδής.

    || μαζί με επ. σχηματίζει υπερθετικό βαθμό ο λιγότερο, ο ελάχιστα•

    наименее способный ученик ο λιγότερο ικανός μαθητής (ο πιο ανίκανος).

    Большой русско-греческий словарь > наименее

  • 72 облегчить

    -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. облегченный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ.
    1. ελαφρύνω, -ώνω
    облегчить ношу ελαφρώνω το φορτίο (το βάρος). || ξαλαφρώνω, μειώνω το βάρος.
    2. απλοποιώ.
    3. βελτιώνω, καλυτερεύω•

    облегчить условия труда καλυτερεύω τις συνθήκες εργασίας•

    положение βελτιώνω την κατάσταση.

    || μαλακώνω, καθησυχάζω, ξαλαφρώνω, ανακουφίζω, καταπραΰνω•

    облегчить боль μαλακώνω τον πόνο.

    1. ελαφρώνομαι, ελαφρώνω• μειώνομαι.
    2. γίνομαι πιο εύκολος• καλυτερεύω, βελτιώνομαι•

    работа -лась η δουλειά έγινε πιο εύκολη.

    3. μαλακώνω, καθησυχάζω, ξαλαφρώνω, ανακουφίζομαι.
    4. αποπατώ, ξαλαφρώνω.

    Большой русско-греческий словарь > облегчить

  • 73 обострить

    -рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обостренный, βρ: -рен, -рена, -рею
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.) οξύνω, εντείνω•

    зрение οξύνω την όραση.

    || επιδεινώνω, χειροτερεύω, εκτραχύνω•

    обострить противоречия οξύνω τις αντιθέσεις•

    обострить разногласия οξύνω τις διαφωνίες•

    обострить отношения εκτραχύνω τις σχέσεις.

    1. οξύνομαι, γίνομαι αιχμηρός.
    2. οξύνομαι, γίνομαι πιο ισχυρός, πιο έντονος•

    зр-ние -лось η όραση οξύνθηκε.

    || επιδεινώνομαι, χειροτερεύω εκτραχύνομαι•

    положение -лось до крайности η κατάσταση επιδεινώθηκε στο έπακρο•

    болезнь -лась η αρρώστεια χειροτέρεψε•

    отношения -лись οι σχέσεις οξύνθηκαν.

    Большой русско-греческий словарь > обострить

  • 74 отсесть

    -сяду, -сядешь, παρλθ. χρ. отсел, -ла, -ло, προστκ. отсядь
    ρ.σ.
    κάθομαι λίγο πιο πέρα•

    отсесть от окна κάθομαι λίγο πιο πέρα από το παράθυρο.

    Большой русско-греческий словарь > отсесть

  • 75 подальше

    επίρ.
    μακρύτερα, πιο μακριά, πΊ,Ο πέρα, παρέκει•

    отодвинь подальше стул κάνε πιο πέρα το κάθισμα.

    Большой русско-греческий словарь > подальше

  • 76 полеветь

    ρ.σ. γίνομαι πιο αριστερός, τραβώ, πηγαίνω πιο αριστερά (για πολιτικές ιδέες).

    Большой русско-греческий словарь > полеветь

  • 77 полнить

    -нит
    ρ.δ.μ. παλ. πληρώ, γεμίζω.
    πληρούμαι, γεμίζω.
    -нит
    ρ.δ.μ. παρουσιάζω, φέρνω ή κάνω να φαίνεται πιο γεμάτος•

    это платье е -ниш αυτό το φόρεμα τη φέρνει πιο γεμάτη.

    Большой русско-греческий словарь > полнить

  • 78 поодаль

    επίρ.
    λίγο πιο πέρα, παραπέρα, λίγο πιο μακριά, παρέκει.

    Большой русско-греческий словарь > поодаль

  • 79 поправеть

    -вею, -веешь
    ρ.σ. γίνομαι πιο δεξιός, πηγαίνω πιο δεξιά (για πεποιθήσεις ιδεολογία κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > поправеть

  • 80 посвежеть

    ρ.σ.
    1. γίνομαι δροσερός, κρυούτσικος, λίγο ψυχρός.
    2. γίνομαι πιο καθαρός, διαυγής, φρέσκος. || γίνομαι πιο σφριγηλός, γερός, ακμαίος.

    Большой русско-греческий словарь > посвежеть

См. также в других словарях:

  • πιο — και πλιο και μπλιο, Ν (ποσοτ. επίρρ.) 1. (γενικά) πλέον, περισσότερο 2. (ειδικά) (χωρίς αρθρ.) χρησιμοποιείται κυρίως για τον σχηματισμό τού συγκριτικού βαθμού τών επιθέτων και τών επιρρημάτων, ὁπως λ.χ. πιο ωραίος ωραιότερος, πιο ψηλά ψηλότερα,… …   Dictionary of Greek

  • πιο — I πια και πλιά επίρρ. χρον., πλέον, κιόλας, ήδη. II επίρρ. ποσ., περισσότερο, πλέον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μπαρόχα Νέσι, Πίο — (Pio Baroja Nessi, Σαν Σεμπαστιάν 1872 – Μαδρίτη 1956). Ισπανός συγγραφέας, βασκικής καταγωγής. Προσωπικότητα επαναστατική, νέος ακόμα προέβαλε έντονες διαμαρτυρίες κατά του συμβατισμού και του ψεύδους που αισθανόταν να τον περιβάλλουν. Για την… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»