-
1 глина
-
2 глина
гли́н||аж ἡ ἄργιλ(λ)ος/ ἡ λάσπη, ὁ πηλός (строительная)/ „η καολίνη (белая)/ ἡ πορσελάνη (фарфоровая)! ὁ πηλός, τό κοκκινόχωμα (гончарная):огнеупорная \глина ἡ πυρίμαχος ἄργιλ(λ)ος· изделия из \глинаы τά πήλινα ἀντικείμενα. -
3 глина
ο πηλ/ός, η άργιλος, το αργι-λόχωμα, η λάσπηгончарная - ο πηλός/το κοκκινόχωμα του αγγειοπλάστηогнеупорная - η πυρίμαχος άργιλος, πυρίμαχος -αργιλώδης, πηλώδης, λα-σπώδηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > глина
-
4 саман
стр. о πηλός που χρησιμοποιείται για να κατασκευαστεί η πλίνθος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > саман
-
5 суглинок
ο (ορυκτός) αμμώδης (30-40%) πηλός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > суглинок
-
6 супесь
(осадочная горная порода) το αμμώδες έδαφος με πηλό (10-20%)ο φτωχός αμμώδης ορυκτός πηλόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > супесь
-
7 глина
-ы θ.άργιλος, αργιλόχωμα•белая ή фарфоровая глина λευκή άργιλος, ασπρογή, ασπρόχωμα, καολίνη•
огнеупорная глина πυρίμαχος άργιλος ή χώμα της φωτιάς.
|| πηλός, λάσπη•изделия из -ы πήλινα αγγεία (είδη)•
обмазывать -ой стоны αλείφω τους τοίχους με λάσπη.
-
8 податливый
επ., βρ: -лив, -а, -о.1. ευκολοδουλευτος, καλοδούλευτος, ευκατέργαστος•податливый материал ευκολοδούλευτο υλικό•
-ая глина ευκολοδουλευτος πηλός.
|| εύκαμπτος, ευλύγιστος.2. μτφ. ευάγωγος, ευπειθής, υπάκουος•податливый характер ευάγωγος χαρακτήρας.
-
9 тощий
επ.1. ισχνός, λεπτός, αδύνατος, τσίρος• λιγνός•-ая шя λεπτός λαιμός•
-ая кошка ισχνή γάτα•
-ое лицо ισχνό πρόσωπο•
тощий человек ισχνός άνθρωπος•
очень тощий κάτισχνος.
|| μτφ. λεπτός• άδειος, κενός• πενιχρός•тощий карман άδεια τσέπη (χωρίς χρήματα), τσέπη πανί με πανί•
тощий желудок άδειο στομάχι.
2. μτφ. φτωχός, πενιχρός, γλίσχρος•-ая почва φτωχό (άγονο) έδαφος•
-ая растительность πενιχρή βλάστηση.
3. αδύνατος, ανεπαρκούς περιεχομένου•-ее молоко αδύνατο γάλα (αποβουτυρωμένο)•
тощий уголь αδύνατο κάρβουνο (χαμηλής καυστικότητας)•
-ая глина ο μη καθαρός πηλός (που πρεριέχει 20-50% άμμο).
εκφρ.на тощий желудок – βλ. натощак. -
10 фаянс
-а α.1. το φαβεντιανό, το φαγεντιανό (ο πηλός).2. αθρσ. αγγεία φαγεντιανά.
См. также в других словарях:
πηλός — clay masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλός — ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. παλός, Α 1. μίγμα αργιλικών, κατά βάση, χωμάτων,ζυμωμένο με νερό μέχρι να γίνει πυκνόρρευστος πολτός, που χρησιμοποιείται για την κατασκευή πήλινων αγγείων, τούβλων, κεραμιδιών κ.ά. αντικειμένων 2. η λάσπη που σχηματίζεται από … Dictionary of Greek
πηλός — ο 1. λάσπη που ζυμώνεται για το πλάσιμο των αγγείων. 2. λάσπη που γίνεται μόνη της, βόρβορος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λες ή ασβεστούχος πηλός — (γερμ. löss). Ιζηματογενές πέτρωμα, συνήθως υποκίτρινου χρώματος, το οποίο αποτελείται από πολύ λεπτό υλικό (μεγέθη κόκκων από 1/16 έως 1/32 χιλιοστά) και περιέχει ανθρακικό ασβέστιο σε αναλογία έως 40%. Τα υλικά του είναι χαλαρά συνδεδεμένα… … Dictionary of Greek
πηλοῖς — πηλός clay masc/fem dat pl πηλόω coat pres opt act 2nd sg πηλόω coat pres subj act 2nd sg πηλόω coat pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλοῖσι — πηλός clay masc/fem dat pl (epic ionic aeolic) πηλόω coat pres part act masc/neut dat pl (doric aeolic) πηλόω coat pres subj act 3rd sg (epic) πηλόω coat pres ind act 3rd pl (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλοῖσιν — πηλός clay masc/fem dat pl (epic ionic aeolic) πηλόω coat pres part act masc/neut dat pl (doric aeolic) πηλόω coat pres subj act 3rd sg (epic) πηλόω coat pres ind act 3rd pl (aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλούς — πηλός clay masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλῶ — πηλός clay masc/fem gen sg (doric aeolic) πηλόω coat pres subj act 1st sg πηλόω coat pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλῶν — πηλός clay masc/fem gen pl πηλόω coat pres part act masc voc sg (doric aeolic) πηλόω coat pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) πηλόω coat pres part act masc nom sg πηλόω coat pres inf act (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλῷ — πηλός clay masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)