-
1 Πηδάλιο(ν)
Πηδάλιο(ν) το1) книга собрания канонов и постановлений Синодов, изданная в конце 18 века святогорскими монахами. Была составлена святым Никодимом Святогорцем;2) руль, штурвалΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Πηδάλιο(ν)
-
2 πηδάλιο(ν)
τό1) педаль; 2) руль (тж. перен.); штурвал; кормило (уст. и перен.);πηδάλιο(ν) στροφής — руль поворота;
κρατώ το πηδάλιο(ν) — стоять (быть) у руля, держать бразды правления;
3) регулятор часов -
3 πηδάλιο(ν)
τό1) педаль; 2) руль (тж. перен.); штурвал; кормило (уст. и перен.);πηδάλιο(ν) στροφής — руль поворота;
κρατώ το πηδάλιο(ν) — стоять (быть) у руля, держать бразды правления;
3) регулятор часов -
4 πηδάλιο
[пидалио] ουσ ο руль, бразды правления, педаль. -
5 Νικόδημος
Νικόδημος οНикодим –1) имя некоторых святых Православной Церкви:άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης — святой Никодим Святогорец (1749-1809) – духовный отец афонского православного возрождения. Составил «Добротолюбие» и Сборник канонов (см. Πηδάλιο);
2) мужское имяЭтим.дргр., первоначальное значение «победа народа»
См. также в других словарях:
πηδάλιο — Βιβλίο της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας που περιέχει τους αποστολικούς κανόνες και τους κανόνες των οικουμενικών και των τοπικών Συνόδων, καθώς και τους κανόνες της Συνόδου της Καρχηδόνας και διάφορων πατριαρχών. Όλοι οι κανόνες είναι γραμμένοι σε… … Dictionary of Greek
πηδάλιο — το 1. τιμόνι πλοίου. 2. όργανο με το οποίο διευθύνεται το αυτοκίνητο, το αεροπλάνο κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πηδαλιουχώ — πηδαλιουχῶ, έω, ΝΜΑ [πηδαλιούχος] χειρίζομαι το πηδάλιο, κατευθύνω το πλοίο, είμαι πηδαλιούχος νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρκμ.) πηδαλιουχούμενος, η, ο α) ως επίθ. αυτός που φέρει πηδάλιο και κυβερνιέται με πηδάλιο β) το ουδ. ως ουσ. το… … Dictionary of Greek
πηδαλιώδης — ες, ΝΑ [πηδάλιον] όμοιος με πηδάλιο, αυτός που χρησιμοποιείται ως πηδάλιο (α. «πηδαλιώδη φτερά» τα φτερά τής ουράς τού πουλιού που χρησιμοποιούνται ως πηδάλιο κατά την πτήση β. «ὄπισθεν μόνον ἔχουσι τὰ πηδαλιώδη αἱ ἀκρίδες», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
αερομοντελισμός — Τεχνική κατασκευής και χρησιμοποίησης αερομοντέλων, δηλαδή μικρών ομοιωμάτων πτητικών συσκευών, τα οποία μπορεί να είναι είτε στατικά, με πιστά αντίγραφα πραγματικών αεροσκαφών σε όλες τις λεπτομέρειες, είτε, το συνηθέστερο, ιπτάμενα. Τα ιπτάμενα … Dictionary of Greek
αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… … Dictionary of Greek
ζευκτήριος — ια και ία, ιο (AM ζευκτήριος, ία, ιον) 1. ο κατάλληλος για ζεύξη, για σύνδεση 2. το θηλ. ως ουσ. η ζευκτηρία ο ζευκτήρας, το ζευγόλουρο 3. (πληθ. θηλ. ως ουσ.) οι ζευκτηρίες καθένα από τα δύο τεμάχια με τα οποία συνδέεται το πηδάλιο με τους… … Dictionary of Greek
λαγουδέρα — Μοχλός που μετακινεί το πηδάλιο βάρκας ή μικρού ιστιοφόρου. Λ. ονομάζεται και ένα ραβδί, που χρησιμοποιείται στο κυνήγι των λαγών. Άλλη ονομασία αυτού του ραβδιού είναι λαγοβόλο ή λαγούσα. * * * η 1. ναυτ. σιδερένια ή ξύλινη ράβδος με τη βοήθεια… … Dictionary of Greek
οιακόσχοινο — το ναυτ. κομμάτι σχοινιού με το οποίο ο πηδαλιούχος έλκει τον οίακα όταν θέλει να στρέψει το πηδάλιο τού σκάφους, κν. σάγουλα τού τιμονιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἴαξ, ακος «πηδάλιο» + σχοινί] … Dictionary of Greek
ποδήλατο — Όχημα με δύο τροχούς ίσης διαμέτρου, εφοδιασμένους με ελαστικά και τοποθετημένους σε μεταλλικό πλαίσιο. Το π. κινείται από τη μυϊκή δύναμη των ποδιών του ατόμου το οποίο το χρησιμοποιεί. Η δύναμη προώθησης μεταδίδεται στον πίσω τροχό με μια… … Dictionary of Greek
φικοπήδαλος — ον, MA πιθ. (για πλοίο) α) αυτός τού οποίου το πηδάλιο είναι βαμμένο κόκκινο β) αυτός που έχει πηδάλιο ειδικής κατασκευής. [ΕΤΥΜΟΛ. < *φῖκος, άλλος τ. τού φῦκος (πρβλ. και φικιδίζω) + πήδαλος (< *πήδαλον, πρβλ. πηδάλιον)] … Dictionary of Greek