-
1 πηδάλια
πηδάλιονsteering-paddle: neut nom /voc /acc pl -
2 πηδάλι'
πηδάλια, πηδάλιονsteering-paddle: neut nom /voc /acc pl -
3 παραλύω
I c. acc. rei, loose and take off, detach,τὰ πηδάλια τῶν νεῶν Hdt.3.136
(so in [voice] Med., παραλυόμενοι τὰ πηδάλια taking off the rudders, X.An.5.1.11 :—[voice] Pass., παραλελυμέναι τοὺς ταρσούς with their oars taken off, Plb.8.4.2) ; ;τὸν θώρακα Plu.Ant.76
:—[voice] Med., π. τὴν ῥαφὴν [ τοῦ χιτῶνος] Id.Cleom.37 ;τοὺς στεφάνους Id.2.646a
:—[voice] Pass., Hdt.3.105.2 undo, put an end to, (lyr.); τὴν τοῦ παιδίου ἀμφισβήτησιν relinquish it, Is.4.10 :—[voice] Med., get rid of,τὸν κίνδυνον D.H.6.28
.II c. acc. pers. et gen. rei, part from, (lyr., dub.l.) ; μία γάρ σφεων παρελύθη ὑπὸ Ἰώνων one city ([place name] Smyrna) was detached from them, Hdt.1.149 ; π. τινὰ τῆς στρατιῆς release from military service, Id.7.38 (and in [voice] Pass., to be exempt from it, 5.75), cf. Plb.6.33.10 ; (Pergam., iii B.C.) ; π. τινὰ δυσφρονᾶν set free from cares, Pi.O.2.52 ; π. τινὰ τῆς στρατηγίης dismiss from the command, Hdt.6.94, cf. Th.7.16, 8.54 ;τῆς δυνάμεως τινά Arist.Pol. 1315a12
(so in [voice] Pass.,π. τῆς φυλακῆς Plu. Cleom.37
;τῆς ἀρχῆς Eun.VSp.481
B.) ; also τὴν ἀρχήν τινι π. ib. p.479 B.; τοὺς Ἀθηναίους π. τῆς ἐς αὐτὸν ὀργῆς set them free, release them from.., Th. 2.65 ;φαρμάκῳ π. ἑαυτὸν τοῦ ζῆν Str.8.6.14
;παραλελύσθαι τοῦ φόβου Plb.30.4.7
: c. acc. only, set free,δυστάνου ψυχάν E.Alc. 117
(lyr.):—[voice] Med., obtain leave of absence from,τοὺς παιδονόμους SIG577.56
(Milet., iii/ii B.C.).IV disable, enfeeble, Pl.Ax. 367b ;π. τροφῆς ἀποχῇ τὸ σῶμα Plu.Demetr.38
:—mostly in [voice] Pass., to be paralysed,δεξιὴ χεὶρ παρελύθη Hp.Epid.1.26
.ιγ ; τὰ παραλελυμένα τοῦ σώματος μόρια Arist.EN 1102b18
: generally, to be exhausted, flag,ἡ δύναμις.. τῆς πόλεως παρελύθη Lys.13.46
;τῇ σωματικῇ δυνάμει παραλυόμενος ὑπὸ τῶν τραυμάτων Plb.16.5.7
; ;τὴν δύναμιν παρελέλυντο Id.1.58.9
; τὰς χεῖρας Telesp.38 H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραλύω
-
4 πηδάλιον
A steering-paddle, rudder, Hom., only in Od.;π. μετὰ χερσὶ.. νηὸς ἔχοντα 3.281
;π. ποιήσατο, ὄφρ' ἰθύνοι 5.255
; πηδαλίῳ ἰθύνετο τεχνηέντως ἥμενος ib. 270 ; π. δὲ ἐκ χειρῶν προέηκε ib. 315 ; π. δὲ ἓν ποιεῦνται (sc. Αἰγύπτιοι)καὶ τοῦτο διὰ τῆς τρόπιος διαβύνεται Hdt.2.96
; Greek ships had a pair, hence in pl., of a single ship, Id.4.110, Cratin.139, Ar.Eq. 542, Diph.43.11; πηδάλια ζεύγλαισι (cross-bars)παρακαθίετο E.Hel. 1536
; ἀνέντες τὰς ζευκτηρίας τῶν π. Act.Ap.27.40; πηδάλια εἶχε τέτταρα τριακονταπήχη, of the τεσσαρακοντήρης of Ptolemy IV, Callix.1 : metaph. in Com., [γυνὴ].. οὐδὲ μικρὸν πείθεται ἑνὶ πηδαλίῳ Theophil.6
: prov., π. κρεμάσαι to retire from a seafaring life, Ar.Av. 711.2 metaph., ἱππικὰ π., of reins, A.Th. 206(lyr.);νώμα δικαίῳ π. στρατόν Pi.P.1.86
;τὰ π. τῆς διανοίας Pl.Clit. 408b
.II in pl., of the oars by which the nautilus is said to steer himself, Arist.HA 622b13 ; of the long hind legs of the locust and grasshopper, ib. 532a29, 535b12, cf. IA 710a3.III = πολύγονον ἄρρεν, Ps.-Dsc.4.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πηδάλιον
-
5 εὐναῖος
A in one's bed or couch, εὐ. [λαγώς] a hare in its form, X.Cyn.5.9; εὐ. [ἴχνη] traces of the form, ib.7, cf. S.Fr. 174, Ichn. 226, Stratt.3 (dub. l.).2 mostly of the marriage-bed, εὐ. δάμαρ, γαμέτας, A.Fr. 383, E.Supp. 1028 (lyr.); ;εὐ. γάμοι A.Supp. 332
; ἄτα εὐ., of Helen, E.Andr. 104 (eleg.); D.; ([place name] Callatis).3 keeping one's bed,λύπᾳ εὐναία δέδεται ψυχά E.Hipp. 160
(lyr.); εὐ. πτέρυγες brooding, of a bird on the nest, AP9.95 (Alph.).5 personified, Εὐναίη, ἡ, the Spirit of Repose, Emp.123.1.II (εὐνή 11
) of or for anchorage: hence, generally, steadying, guiding a ship, (lyr.).2 as Subst., εὐναία, = εὐνή 11, an anchor,λίθος εὐναίης A.R.1.955
: in pl., ib. 1277.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐναῖος
-
6 νήοχος
-
7 παρακαθίημι
A let down beside, of the nautilus, ἀντὶ πηδαλίων τῶν πλεκτανῶν παρακαθίησι lets down some of its feelers.., Arist.HA 622b14; let drop or sink by the side,τὰς χεῖρας Plu.Nic.9
;δακτύλιον Id.2.63e
: abs., send out side-roots, Thphr.HP8.2.3:—[voice] Med., .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρακαθίημι
-
8 πηδόν
πηδόν, τό,A blade of an oar: hence generally, oar,ἀναρρίπτειν ἅλα πηδῷ Od.7.328
, cf. 13.78 ;πηδοῖσιν ἐρέσσετε A.R.4.200
; . -
9 τριακοντάπηχυς
τρῐᾱκοντᾰ-πηχυς, υ,A thirty cubits long,πηδάλια Callix.1
, cf. Philostr.Her.1.3 (but divisimτριάκοντα πηχῶν D.S. 3.36
).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριακοντάπηχυς
-
10 ἄϋπνος
ἄϋπν-ος, ον,A sleepless, wakeful, of persons, Od.9.404, 10.84, 19.591, A.Pr.32, E.Or.83, X.Cyr.2.4.26: [comp] Sup.-ότατος, τῶν στρατηγῶν D.C.72.8
; ἔχειν ἀΰπνους ἄγρας, of fishermen, S.Aj. 880; of the eye,ἄϋπνά τ' ὀμμάτων τέλη E.Supp. 1137
: metaph., sleepless, never-resting, ἄ. πηδάλια dub. in A. Th. 206 (lyr.); (lyr.); (lyr.). Adv.- νως Sannyr.2
D.2 of nights, sleepless,πολλὰς μὲν ἀΰπνους νύκτας ἴαυον Il.9.325
, Od.19.340; also ὕπνος ἄ. a sleep that is no sleep, from which one easily awakes, S.Ph. 848 (lyr.). -
11 ζευκτηρία
ζευκτηρία, ας, ἡ (s. ζεύγνυμι) someth. used to link things (usually two) together, bands, the ropes that tied the rudders (the nautical t.t. is ‘pendant’ or ‘pennant’ [s. OED s.v. ‘pennant’]: LCasson, Ships, etc. in the Ancient World ’71, 228) Ac 27:40 (the adj. ζευκτήριος since Aeschyl., Pers. 736. The subst. neut. = ‘yoke’ in sg. in Aeschyl., Ag. 515; PHerm 95, 18, in pl. τὰ ζευκτήρια. PLond III, 1177, 167 [113 A.D.] p. 185 σχοινίων καὶ ζευκτηρίων; POxy 934, 5; PFlor 16, 26 al. in pap; for the procedure cp. Eur., Hel. 1552 πηδάλια ζεύγλαισι παρακαθίετο, Breusing 102–3).—DELG s.v. ζεύγνυμι I.
См. также в других словарях:
πηδάλια — πηδάλιον steering paddle neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηδάλι' — πηδάλια , πηδάλιον steering paddle neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… … Dictionary of Greek
αερόπλοιο — Αεροσκάφος το οποίο αποτελείται από ένα αερόστατο εφοδιασμένο με κινητήρες προώθησης και με όργανα ευστάθειας που του επιτρέπουν να κινείται σε καθορισμένη διεύθυνση και ύψος. Αποκαλείται επίσης και πηδαλιουχούμενο αερόστατο. Τα α., που η χρήση… … Dictionary of Greek
Trirreme — El trirreme (en griego τριήρης/triếrês en singular, τριήρεις en plural) era una nave de guerra inventada probablemente en el siglo VII a. C., desarrollada a partir del pentecóntero. Más corto que su predecesor, era un barco con una vela … Wikipedia Español
ευναίος — εὐναῑος, ία, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στο κρεβάτι ή στη φωλιά του (α. «εὐναῑος [λαγώς]» λαγός που είναι κρυμμένος, τρυπωμένος στη φωλιά του, Ξεν. β. «εὐναῑα [ἴχνη]» τα ίχνη που οδηγούν στη φωλιά, Ξεν.) 2. (κυρίως για το συζυγικό κρεβάτι, με… … Dictionary of Greek
ζεύγλη — και ζεύγλα και ζεύλα, η (AM ζεύγλη, Α ποιητ. τ. ζεῡγλα) (για υποζύγια) καμπύλο μέρος τού ζυγού στο οποίο μπαίνει ο τράχηλος τού ζώου («χαίτη ζεύγλης ἐξεριποῡσα παρὰ ζυγόν», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. καθεμιά από τις σιδερένιες ράβδους που τοποθετούνται… … Dictionary of Greek
НАВИГАЦИЯ — • Navigatio, ναυτιλία. Мореплавание достигло у греков, которые самой природой были направлены на морскую стихию, уже рано известной степени совершенства. Гомеровский корабль (ср. Autenricht, hom. Wörterbuch и Fridrichs, hom. Realien,… … Реальный словарь классических древностей
αερομοντελισμός — Τεχνική κατασκευής και χρησιμοποίησης αερομοντέλων, δηλαδή μικρών ομοιωμάτων πτητικών συσκευών, τα οποία μπορεί να είναι είτε στατικά, με πιστά αντίγραφα πραγματικών αεροσκαφών σε όλες τις λεπτομέρειες, είτε, το συνηθέστερο, ιπτάμενα. Τα ιπτάμενα … Dictionary of Greek
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
αεροπλοΐα — Κλάδος της αεροναυτικής, που αναφέρεται στην κατασκευή και τον χειρισμό των αεροπλοίων, κατασκευών που πλέουν στον αέρα εξαιτίας της άνωσης που δέχεται η εγκλεισμένη ποσότητα αερίου (ηλίου, υδρογόνου, κλπ.). Οι πρώτες πτήσεις αεροστάτων έγιναν το … Dictionary of Greek