Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πεφυτευμένη

См. также в других словарях:

  • πεφυτευμένη — φυτεύω of the thing planted perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεφυτευμένῃ — φυτεύω of the thing planted perf part mp fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστάδα — η / συστάς, άδος, ΝΜΑ, και ξυστάς Α ομάδα από αντικείμενα, ιδίως δένδρα ή θάμνους, που στέκονται κοντά το ένα με το άλλο νεοελλ. το σύνολο τών δένδρων που φύονται σε μια δασική έκταση αρχ. 1. (κατά τον Πολυδ.) «ζυγὰς μὲν καὶ συστὰς ἡ ἀμπελόφυτος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»