-
1 πευκη
ἥ1) сосна (Pinus maritima L.) Hom., Eur., Arph., Plat.2) сосновый факел(φλέγειν πεύκῃ Soph.)
3) сосновая дощечка ( для письма) Eur. -
2 πεύκή
η см. πεύκο -
3 ελατη
-
4 αγλαωψ
-
5 αυτορριζος
Babr. αὐτόριζος 21) коренной, природный(ἑστία χθονός Eur.)
2) (вырванный) вместе с корнями(πεύκη Diod.)
-
6 δακρυοεις
1) плачущий, проливающий слезы(πάϊς, γοος Hom.)
δακρυόεν γελάσασα Hom. — улыбнувшись сквозь слезы2) заставляющий плакать, вызывающий слезы(πόλεμος Hom.; ἄλγεα Hes.; σῆμα Anth.)
ἥ δακρυόεσσα Ἰλίῳ πεύκη Eur. — сосна, принесшая Илиону столько слез (о дереве, из которого был изготовлен деревянный конь) -
7 δρυς
δρῠός, у Hes. тж. δρῡός ἥ (dat. δρυΐ, acc. δρῦν; pl.: nom. δρύες и δρῦς, acc. δρύας и δρῦς)1) дерево(ὅ δρυοκολάπτης κόπτει τὰς δρῦς Arst.)
πίειρα δ. Soph. = πεύκη2) преимущ. дуб Hom., Hes., Trag., Arst., Plut.δ. προσήγορος Aesch. или πολύγλωσσος Soph. — вещий дуб ( по шелесту которого гадали);
в погов.:δ. καὴ πέτρα — дуб (дерево) и камень, т.е. и то и се, всякая всячина;οὐ νῦν ἔστιν ἀπὸ δρυὸς οὐδ΄ ἀπὸ πέτρης ὀαριζέμεναι Hom. — не время разглагольствовать;διὰ πέτρας καὴ διὰ δρυὸς ὁρᾶν Plut. — видеть все насквозь; -
8 ενοφθαλμιαζομαι
с.-х. поддаваться прививке -
9 οξυκομος
См. также в других словарях:
πεύκη — πεύκη, η και πεύκος, ο και πεύκο, το κωνοφόρο δέντρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεύκη — pine fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεύκῃ — πεύκη pine fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεύκη — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 840 μ.), στην πρώην επαρχία Καλαμπάκας, του νομού Τρικάλων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (15 τ. χλμ.). 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ.), στην πρώην επαρχία Ηλείας του ομώνυμου νομού. Είναι… … Dictionary of Greek
Νέα Πεύκη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 920 μ.) του νομού Τρικάλων … Dictionary of Greek
πευκῶν — πεύκη pine fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεῦκαι — πεύκη pine fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεύκαις — πεύκη pine fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεύκαισι — πεύκη pine fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεύκαισιν — πεύκη pine fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεύκην — πεύκη pine fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)