-
1 περάω
περάω, fut. περᾱσω, ion. u. ep. περήσω (πέρα), 1) von einem Ende zum andern durchdringen, durchbohren, durchstoßen; ὀδόντας, Il. 5, 291; bes. einen Raum von einem Ende zum andern durchschneiden, durchreisen, durchfahren, πόντον, Od. 24, 118, ϑάλασσαν, 6, 272. 9, 129, λαῖτμα ϑαλάσσης, 5, 174. 409; ὕδωρ, Hes. O. 740; auch πύλας Ἀΐδαο, Il. 5, 646. 23, 71; Theogn. 427; τάφρος ἀργαλέη περάαν. ein schwer zu durchschreitender Graben, Il. 12, 53. 63. 200, vgl. 16, 367. 21, 283; ἅλα περᾶν, Pind. N. 3, 20, wie πόντον περάσαις P. 3, 76; auch τέλος δωδεκάμηνον περάσαι, N. 11, 10, das 12monatliche Amt durchführen; ὃν μὴ περάσῃς, οὐ γὰρ εὔβατος περᾷν, er ist nicht leicht zu überschreiten, Aesch. Prom. 720; ὅταν περάσῃς ῥεῖϑρον, 792, öfter; auch übertr., ὅρκον, übertreten, verletzen, Aesch. Eum. 467; κίνδυνον, die Gefahr bestehen, ertragen, Ch. 268; πότερα πρὸς οἴκους πέλαγος Αἴγαιον περῶ; Soph. Ai. 456; πρὶν ἂν τέρμα τοῠ βίου περάσῃ, O. R. 1530, vom Sterben gesagt; γῆς περῶν ὁρίσματα, Eur. Rhes. 437, u. öfter in diesem Stück; φυλακάς, Her. 3, 72. – Selbst von der Zeit, οἱ τὴν ἡλικίαν πεπερακότες, Xen. Lac. 4, 7. – Opp. Cyn. 2, 621 braucht auch das med. περόωντο. – 2) intrans., von einem Ende zum andern hindurchdringen, eindringen; χαλκὸς δ' οὐκ ἐπέρησε, Il. 21, 594; οὔτ' ὄμ βρος περάασκε, Od. 5, 480. 19, 442; διὰ κροτάφοιο, Il. 4, 502; ὀστέον εἴσω, in den Knochen hinein, 4, 460. 6, 110; über einen Raum hin, hindurch gehen, fahren, reisen, δι' Ὠκεανοῖο, Od. 10, 508. 11, 158; διὰ προϑύροιο, H. h. Merc. 271; διὲκ προϑ., 158; ἐπὶ πόντον, ἐφ' ὑγρήν, über das Meer hinfahren, Il. 2, 613 Od. 4, 709; übertr., νόημα διὰ στέρνοιο, der Gedanke geht durch die Brust, H. h. Merc. 43; εἰς Ἀΐδαο, in Hades Wohnung eingehen, Theogn. 902; ἐπέρα ποτὶ Φᾶσιν, Pind. I. 2, 41; περᾷ κρυσταλλοπῆγα διὰ πόρον, Aesch. Pers. 493; ὃς ἤδη δωμάτων ἔξω περᾷ, Soph. O. C. 531, vgl. Ant. 382; auch c. gen., ὅταν ϑυμοῠ περάσῃς, = εἰς πέρας ἔλϑῃς, O. R. 674; εἰς ὀμμάτων ὄψιν περᾷν, Eur. Or. 512; ποῖ περῶ, Phoen. 988; γῆς ἔξω περᾷν φυγάδα, Med. 272, öfter; ἐπιπόνως διὰ γήρως περῶντες, Xen. Mem. 2, 1, 31, wie Orak. bei Xen. Cyr. 7, 2, 20, εὐδαίμων, Κροῖσε, περάσεις, du wirst dein Leben glücklich hinbringen. – 3) ursprünlich eins mit dem Vorigen, aber fut. περάσω, att. περῶ, ep. περάσσω, perf. pass. πεπέρημαι, über das Meer bringen zum Verkauf, verkaufen, bei Hom. nur vom Sklavenhandel, τινά, Il. 21, 102 Od. 14, 297, ll. h. Cer. 132; τινὰ Λῆμνον ἐπέρασσεν. Einen nach Lemnos hin verkaufen, Il. 21, 40, 387. 428; κατ' ἀλλοϑρόους ἀνϑρώπους, 15, 453; περάαν ( fut.) ἐπὶ νήσων, Il. 21, 454; πεπερημένος, 21, 58. Vgl. πιπράσκω.
См. также в других словарях:
περώ — άω, ΜΑ [πέρα] 1. διέρχομαι, διασχίζω (α. «πολιὴν περόωσι θάλασσαν», Ομ. Οδ. β. «οἱ περάσαντες ἀπὸ τῆς γῆς», Δίδυμ.) 2. περνώ, μεταφέρω κάποιον σε άλλο τόπο (α. «εἴ σε περήσω», Αγαθ. β. «περάσας τὰ καβαλλαρικὰ θέματα εἰς τὴν Θράκην», Θεοφάν.) αρχ … Dictionary of Greek
περῶ — περάω 1 drive right through pres imperat mp 2nd sg περάω 1 drive right through pres subj act 1st sg (attic epic ionic) περάω 1 drive right through pres ind act 1st sg (attic epic ionic) περάω 1 drive right through pres subj act 1st sg (attic epic … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Pero — PERO, us, od. ónis, Gr. Περὼ, οῦς, (⇒ Tab. XXV.) des Neleus und der Chloris Tochter. Apollod. l. I. c. 9. §. 9. Sie war ihrer Schönheit wegen ein Wunder ihrer Zeit, daher sie auch ihr Vater keinem geben wollte, der ihm nicht des Iphiklus Rinder… … Gründliches mythologisches Lexikon
απέραστος — η, ο (AM ἀπέραστος, ον) [περώ] αξεπέραστος, ανυπέρβλητος μσν. νεοελλ. εκείνος τον οποίο δεν έχει περάσει ή δεν μπορεί να περάσει κανείς, αδιάβατος νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει περάσει μέσα από κάτι («απέραστη κλωστή») 2. (για υφάσματα) εκείνος… … Dictionary of Greek
απέρατος — (I) ἀπέρατος, ον [περώ] αυτός που δεν μπορεί να τον περάσει κανείς, αδιάβατος. (II) ἀπέρατος, ον (Α) [περατώ] ατελείωτος, απέραντος … Dictionary of Greek
ευπέρατος — η, ο (ΑΜ εὐπέρατος, ον) αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να διαπεράσει εύκολα, ο ευκολοπέραστος («εὐπέρατος ποταμός», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πέρατος (< περώ «διασχίζω ποταμό»)] … Dictionary of Greek
ημιπερατός — ή, ό φυσ. χαρακτηρισμός που αποδίδεται στα διαφράγματα ή στις μεβράνες που διαχωρίζουν δύο διαλύματα πραγματοποιούμενα μέσα στον ίδιο διαλύτη εφόσον τα διαφράγματα ή οι μεμβράνες αυτές επιτρέπουν τη διέλευση του διαλύτη όχι όμως και τών… … Dictionary of Greek
θεοπέρατος — θεοπέρατος, ον (Α) ο σταλμένος από θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πέρατος (< περώ), πρβλ. ισο πέρατος, ναυσι πέρατος] … Dictionary of Greek
θερμοπερατός — ή, ό αυτός διά μέσου τού οποίου περνά η θερμότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + περατος < περατός (< περώ «διαπερνώ»), πρβλ. α πέρατος, δυσ πέρατος] … Dictionary of Greek
μπεράτης — και περάτης, ο ξύλινος σύρτης πόρτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. περάτης < περατής < περῶ] … Dictionary of Greek
ξεπερνώ — άω 1. βγαίνω έξω από μια ορισμένη κατάσταση, υπερβαίνω (α. «ξεπέρασε τα όρια» β. «ξεπέρασα τον εαυτό μου») 2. βγάζω κάτι από την οπή στην οποία ήταν περασμένο («ξεπερνώ την κλωστή από τη βελόνα») 3. υπερτερώ, είμαι καλύτερος, προηγούμαι («τόν… … Dictionary of Greek