-
1 περιστασις
- εως ἥ1) стояние вокруг, окружениеτὸ θερμὸν οὐ βαδίζει ἔξω διὰ τέν τοῦ ψυχροῦ περίστασιν Arst. — тепло не выходит наружу, будучи окружено холодом
2) круг, кольцо, пояс(ἥ τῶν σκηνῶν π. Polyb.)
3) обстоятельство, состояние, положение(αἱ περιστάσεις τῶν πόλεων Polyb.)
ἥ κατὰ τὸν ἀέρα π. Polyb. — состояние атмосферы;ἐπ΄ ἀμφοτέραις ταῖς περιστάσεσιν Polyb. — в обстоятельствах обоего рода, т.е. в военное и в мирное время4) тж. pl. тяжелые обстоятельства, превратностиκατὰ τὰς περιστάσεις Polyb. — в трудных обстоятельствах;
ἀπολελύσθαι τῆς περιστάσεως Polyb. — освободиться от опасности5) внешние обстоятельства, устройство(π. μεγαλομερής Polyb.)
6) атмосфера, воздух или погода7) грам. обстоятельственное слово, обстоятельство
См. также в других словарях:
Peristase — Peri|sta̱se [aus gr. περιστασις = Umgebung] w; : die neben den Genen auf die Entwicklung des Organismus einwirkende Umwelt … Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke
στασιάζω — ΝΜΑ [στάσις] (αμτβ.) εξεγείρομαι, επαναστατώ μσν. αρχ. 1. ερίζω, φιλονικώ («ὃς βασιλεύσας πρῶτα τοῑσι ἑωυτοῡ ἀδελφεοῑσι ἐστασίασε», Ηρόδ.) 2. (για πολιτείες ή για οργανισμούς σαν την Εκκλησία) διχογνωμώ, συγκλονίζομαι από φατριαστικές έριδες… … Dictionary of Greek
List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… … Wikipedia
συντελικός — ή, ό / συντελικός, ή, όν, ΝΑ [συντελῶ] νεοελλ. φρ. «συντελικοί χρόνοι» οι χρόνοι που σημαίνουν κάτι που έχει συντελεστεί, δηλαδή ο παρακείμενος, ο υπερσυντέλικος και ο συντελεσμένος μέλλοντας αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συντέλεια ή… … Dictionary of Greek
φύση — η / φύσις, εως, ΝΜΑ 1. το σύνολο τών φυσικών ιδιοτήτων, η σύσταση ή η κατάσταση ενός πράγματος (α. «δεν τό επιτρέπει η φύση τής χώρας» β. «τέτοια είναι η φύση τού πολιτεύματος» γ. «καί μοι φύσιν αὐοῦ [τοῦ φαρμάκου] ἔδειξεν», Ομ. Οδ. δ. «ἡ φύσις… … Dictionary of Greek
Μπαλής, Γεώργιος — (Δερβένι, Κορινθία 1889 – Αθήνα 1957). Νομικός. Τακτικός καθηγητής του Αστικού Δικαίου της Νομικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών από το 1925 έως το 1950, μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από το 1930, συνέγραψε πολυάριθμες νομικές μελέτες, τις οποίες… … Dictionary of Greek