-
1 περιθυμον
См. также в других словарях:
περίθυμον — περίθῡμον , περίθυμος very wrathful masc/fem acc sg περίθῡμον , περίθυμος very wrathful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίθυμος — ον, Α πολύ οργισμένος. επίρρ... περιθύμως και περίθυμον με πολλή οργή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + θυμός] … Dictionary of Greek