-
1 αρχίζω να περπατώ
[ζαχατιετ'] ρ θέλω -
2 пройтись
-
3 походить
походить Iсов (некоторое время) βαδίζω, περπατώ:\походить с полчаса περπατώ μισή ὠρα.походить IIнесов (быть похожим) (ό)μοιάζω, εἶμαι ὀμοιος:\походить на отца μοιάζω τοῦ πατέρα μου. -
4 ходить
ходитьнесов1. βαδίζω, περπατώ, πηγαίνω:не уметь \ходить δέν μπορώ νά περπατήσω· начать \ходить ἀρχίζω νά περπατώ· \ходить большими шагами βαδίζω μέ μεγάλα βήματα· \ходить взад и вперед πηγαινοέρχομαι· \ходить на лыжах κάνω σκί· \ходить в разведку πηγαίνω σέ ἀνίχνευση· \ходить на четвереньках ἀρκουδίζω, βαδίζω μέ τά τέσσαρα·2. (в чем-л.) φορώ:\ходить в шубе φορώ γούνα· \ходить босиком βαδίζω ξυπόλυτος· \ходить.в очках φορώ ματογιάλια· \ходить в шляпе φορώ καπέλλο· 3, (посещать) πηγαίνω, συχνάζω:\ходить в школу πηγαίνω (или φοιτώ) στό σχολείο· \ходить в театр πηγαίνω στό θέατρο· \ходить по музеям συχνάζω στά μουσεία· \ходить по врачам γυρίζω στους γιατρούς· \ходить в гости πηγαίνω σέ ἐπίσκεψη, ἐπισκέπτομαι· \ходить на лекции πηγαίνω στίς παραδόσεις·4. (о поездах, пароходах и т. п.) πηγαίνω, κυκλοφορώ·6. (о часах) πηγαίνω:часы ходят верно то ро-λογι πηγαίνει καλά· мой часы не ходят τό ρολόγι μου σταμάτησε· в. (в игре) κινώ/ карт. ρίχνω:\ходить пешкой κινώ τό πιόνι· \ходить с козыря ρίχνω ἀτού· вам \ходить εἶναι ἡ σειρά σας (στό παιγνίδι)·7. (заботиться, ухаживать) разг περιποιούμαι, ἐπιμελοῦμαι:\ходить за больным περιποιούμαι τόν ἀσθενή, κυττάζω τόν ἄρρωστο· \ходить за ребенком περιποιοῦμαι τό μωρό· \ходить за лошадью περιποιοῦμαι τό ϋλογο·8. (о деньгах) κυκλοφορώ· ◊ \ходить на медведя πηγαίνω στό κυνήγι ἀρκούδα· ходят слу́-хи... διαδίδεται..., κυκλοφορεί ἡ φήμη (ότι)...· \ходить гоголем разг κορδώνομαι, περ(ι)πατῶ κορδωμένος· \ходить вокру́г да около στριφογυρίζω, κλωθογυρίζω· \ходить по́ миру (просить милостыню) ζητιανεύω, ψωμοζητώ, ἐπαιτώ· \ходить по рукам κυκλοφορώ ἀπό χέρι σέ χέρι· \ходить на задних лапках перед кем-л. στέκομαι σούζα μπροστά σέ κάποιον. -
5 ходить
1. (быть в состоянии двигаться) πηγαίνω, πάω, περπατώ, βαδίζω 2. (ухаживать, заботиться ο ком-л.) περιποιούμαι, επιμελούμαι, φροντίζω, κοιτάζω 3. (посещать) πηγαίνω, επισκέπτομαι 4. (ο поездах, морских судах и т.п.) πηγαίνω, πάω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ходить
-
6 вокруг
вокругнареч и предлог ὁλόγυρα, τριγύρω, γύρω, πέριξ:\вокруг света ὁ γύρος τοῦ κόσμου· ходить \вокруг до́ма περπατώ γύρω ἀπό τό σπίτι· ◊· ходить \вокруг да около τά στριφογυρίζω, τά κλώθω. -
7 вперевалку
вперевалкунареч:ходить \вперевалку περπατώ μέ τσακίσματα, λικνίζομαι στό βάδισμα -
8 вразвалку
вразвалкунареч разг:ходить \вразвалку σειέμαι καί κουνιέμαι, περπατώ μέ τσακίσματα. -
9 заходить
заходить1. сов (начать ходить) ἀρχίζω νά περπατώ, ἀρχίζω νά πηγαινοέρχομαι:\заходить по комнате πηγαινοέρχομαι μέσα στό δωμάτιο·2. несов (κ кому-л., куда-л.) πηγαίνω, περνώ ἀπό κάπου·3. несов (за кем-л., за чем-л.) ἐρχομαι (или πηγαίνω) κάπου νά πάρω:заходите за мной ἐλἄτε νά μέ πάρετε·4. несов (сворачивать) στρίβω, χάνομαι πίσω ἀπό...:\заходить за угол στρίβω στή γωνία·5. несов (закатываться) прям., перен δύω, βασιλεύω·6. несов воен.:\заходить с фланга ὑπερφαλαγγίζω· \заходить в тыл врага διεισδύω στά μετόπισθεν, μπαίνω στά νῶτα τοῦ ἐχθροῦ· ◊ \заходить слишком далеко τό παρακάνω, τό παραξηλώνω, τό παρατραβώ. -
10 находиться
нахо||ди́ться Iнесов1. (обнаруживаться) βρίσκομαι, εὐρίσκομαι, ἀνευρίσκομαι:находятся желающие... βρίσκονται πολλοί πού ἐπιθυμοῦν...·2. (не растеряться) δέν τά χάνω, δέν χάνομαι, δέν σαστίζω, διατηρώ τήν ψυχραιμία μου:я не \находитьсяжу́сь, что ответить δέν ξέρω πῶς νά ἀπαντήσω·3. (быть расположенным) βρίσκομαι, είμαι, κεΐμαι:школа находится за углом τό σχολείο βρίσκεται στή γωνία·4. (пребывать) είμαι, βρίσκομαι:\находиться в отпуску́ εἶμαι σέ ἀδεια· \находиться под подозрением θεωρούμαι ὑποπτος· \находиться под судом εἶμαι ὑπόδικος.находиться IIсов (много ходить) περπατώ πολύ, βαδίζω πολύ / ξεποδαριάζομαι (устать). -
11 облако
облак||ос1. τό σύννεφο, τό νέφος:грозовое \облако ὁ μελανιάς· дождевые \облакоа τά σύννεφα τής βροχής· перистые \облакоа οἱ θύσανοι· кучевые \облакоа οἱ σωρείτες· слоистые \облакоа τά στρωματοειδῆ νέφη· покрываться \облакоами σκεπάζομαι ἀπό σύννεφα, συννεφιάζω·2. (клубы) τό σύννεφο, τό νέφος:\облакоа́ пыли νέφη κονιορτοῦ, τά σύννεφα σκόνης· \облако дыма τό σύννεφο καπνοῦ·3. черен, (тень, след) ἡ σκιά, τό νέφος:по лицу́ ее пробежало \облако гру́-сти τό πρόσωπο της τό συννέφιασε ἡ θλίψη· ◊ витать в \облакоах ἀεροβατῶ, περπατώ στά σύννεφα. -
12 проходить
прох||одить Iнесов1. περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι:\проходить торжественным маршем παρελαύνω· \проходить по мосту περνώ τή γέφυρα·2. (курс лечения, обучения, тж. о времени) περνώ, παρέρχομαι·3. (состояться) λαμβάνω χώραν, γίνομαι/ διεξάγομαι (о заседании и т. п.):собрание \проходитьо́дит бурно ἡ συνέλευση εἶναι θυελλώδης·4. (пролегать) περνώ:туннель \проходитьо́дит через горы τό τοῦ(ν)νελ περνἄ μέσα ἀπό βουνά.проход||и́ть IIсов (некоторое время) περπατώ:я \проходитьи́л весь вечер попусту περπάτησα ἄδικα,ὅλο τό βράδυ. -
13 пуаиты
пуаит||ымн.:стоять, ходить на \пуаитыах театр. στέκομαι (περπατώ) στά δάχτυλα. -
14 семенить
семенитьнесов разг:\семенить ногами περπατώ μέ μικρά βήματα -
15 шагать
шаг||атьнесов βαδίζω, βηματίζω/ περπατώ (ходить):\шагать через что-л. δρασκελίζω (или ὑπερπηδώ) κάτι· \шагать в ногу со временем συμβαδίζω μέ τήν ἐποχή. -
16 вперевалку
[φπιριβάλκσυ] επίρ περπατώ με τσακίσματα -
17 заходить
[*][ζαχαντίτ'1 ρ. αρχίζω να περπατώ -
18 находиться
[ναχοντίτ'σα] ρ. περπατώ πολύ, βαδίζω πολύ -
19 проходить
[πραχαντίτ'] ρ. περπατώ -
20 ходить
[χοντίτ'] ρ. βαδίζω, περπατώ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
περπατώ — περπατάω / περπατώ, περπάτησα, περπατημένος βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
περπατώ — και περπατάω Ν βλ. περιπατώ … Dictionary of Greek
περπατώ — περπάτησα, περπατήθηκα, περπατημένος, βαδίζω, πεζοπορώ, κάνω περίπατο, βλ. λ. περιπατώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γοργοβαίνω — περπατώ γρήγορα … Dictionary of Greek
κυκλοδρομώ — περπατώ σχηματίζοντας κύκλους, κάνω γύρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + δρομώ (< δρόμος < δρόμος), πρβλ. παγο δρομώ, σταδιο δρομώ] … Dictionary of Greek
σιγοπερπατώ — περπατώ σιγά: Σιγοπερπατούσαν και κουβέντιαζαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακροπερπατώ — ( άω) 1. περπατώ στην άκρη δρόμου, όχθης κ.λπ. 2. βαδίζω στις μύτες τών ποδιών 3. περπατώ αθόρυβα, σιγά σιγά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + περπατώ] … Dictionary of Greek
πατώ — και πατάω / πατῶ, έω και αιολ. τ. πάτημι, ΝΜΑ 1. έχω ή βάζω το πόδι μου πάνω σε κάτι, σε έναν τόπο ή σε ένα αντικείμενο (α. «πάτησα ένα καρφί» β. «χῶρος οὐχ ἁγνὸς πατεῑν», Σοφ.) 2. λεηλατώ, διαρπάζω, κυριεύω (α. «πατήσανε το κάστρο» β. «πόλιν...… … Dictionary of Greek
περιπατώ — περιπατῶ, έω, ΝΜΑ, και περπατώ, άω, πορπατώ, προπατώ και προβατώ Ν 1. πηγαίνω πεζή, πεζοπορώ, βαδίζω (α. «περπατήσαμε δύο ώρες ώσπου να φθάσουμε» β. «σαν πελελό περιπατείς και τρέχεις», Ερωτόκρ. γ. «περιπατούν οι λέοντες ζητούντες τα κοπάδια»,… … Dictionary of Greek
αιθερεμβατώ — αἰθερεμβατῶ ( έω) (Α) περπατώ στον αιθέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθήρ, ερος + ἐμβατῶ «περπατώ»] … Dictionary of Greek
αλαφροπερπατώ — ( άω) περπατώ ελαφρά, αθόρυβα, αλαφροπατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + περπατώ. ΠΑΡ. νεοελλ. αλαφροπερπάτητος] … Dictionary of Greek