-
1 περιτελλομαι
(только praes.)( о времени) заканчиваться, исполняться, истекать
περιτελλομένων ἐνιαυτῶν Hom. — по прошествии (ряда) лет;περιτελλομέναις ὥραις Soph. — с течением времени, т.е. в будущем
См. также в других словарях:
περιτέλλομαι — Α 1. περιστρέφομαι και συμπληρώνω έναν κύκλο, επανέρχομαι αφού συμπληρώσω την χρονική περίοδο που διαρκώ 2. (για τον Ήλιο και τους αστέρες) ανυψώνομαι πάνω από τον ορίζοντα, ανατέλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + τέλλομαι «διατελώ, αυξάνομαι,… … Dictionary of Greek