-
1 περι-σχίζω
περι-σχίζω, rings herum spalten, schlitzen, zerreißen; ἐσϑ ῆτα, Plut. Cic. 36; τινά, Einem die Kleider abreißen, Arr. ep. 1, 25; vgl. Arist. H. A. 5, 18. – Aber περισχίζεσϑαι χῶρον, von einem Flusse, sich um eine Gegend her theilen und sie von beiden Seiten umfließen, Her. 9, 51; vgl. Pol. 3, 42, 7; περισχισϑεὶς ὁ ῥοῦς περὶ τὴν πόλιν, 4, 43, 7; – u. so von Menschen, ἐν κόσμῳ περιεσχίζοντο ἔνϑεν καὶ ἔνϑεν, Plat. Prot. 315 b.
-
2 σχίζω
σχίζω ( scindo, scheiden), spalten, zerspalten, zersplittern, Od. 4, 507; zerreißen, Hes. Sc. 428; νῶτον γᾶς, Pind. P. 4, 228; σχίσσεν κεραυνῷ Ζεὺς χϑόνα, N. 9, 24; übh. scheiden, theilen, zertheilen, zerlegen, zerschneiden, trennen, sondern; H. h. Merc. 128; Aesch. Ag. 699; σχίζουσι κάρα φονίῳ πελέκει, Soph. El. 99; u. in Prosa: Νεῖλος μέσην Αἴγυπτον σχίζων, Her. 2, 17; u. ebendaselbst pass., Νεῖλος σχίζεται τριφασίας ὁδούς, er spaltet sich in drei Wege, Arme; σχιζομένη ὁδός, 7, 31, wie περὶ ὃ σχίζεται τὸ τοῦ Νείλου ῥεῦμα, Plat. Tim. 21 e; σχίζεται εἰς δύο μέρη ἡ ῥύσις τοῦ ποταμοῦ, Pol. 2, 16, 11; ἡ στρατιὴ ἐσχίζετο, das Heer theilte sich, Her. 8, 34; u. übertr., ἐσχίζοντό σφεων αἱ γνῶμαι, ihre Meinungen theilten sich, 7, 219; κατὰ μῆκος σχίσας, Plat. Tim. 36 b; ἑκάτερον τῶν σχισϑέντων, Polit. 263 a; τὸ γάλα, die Milch gerinnen machen, Diosc.
-
3 περισχίζω
περι-σχίζω, rings herum spalten, schlitzen, zerreißen; τινά, einem die Kleider abreißen. Aber περισχίζεσϑαι χῶρον, von einem Flusse, sich um eine Gegend her teilen und sie von beiden Seiten umfließen
См. также в других словарях:
ερείκω — ἐρείκω (Α) 1. σχίζω, χωρίζω («ἐρεικόμενος περὶ δουρί» σχισμένος, κομματιασμένος απ’ το δόρυ, Ομ. Ιλ.) 2. διασχίζω («ἤρεικον χθόνα» διέσχιζαν με το άροτρο πηγή, Ησίοδ.) 3. θραύω, σπάζω, συντρίβω («ναῡς γὰρ πρὸς ἀλλήλαισι Θρῇκιαι πνοαὶ ἤρεικον» οι… … Dictionary of Greek
περικαταρρήγνυμι — Α 1. σχίζω κάτι γύρω γύρω, σχίζω τελείως, καταξεσχίζω 2. μέσ. περικαταρρήγνυμαι σχίζω και αποσπώ κάτι που μού ανήκει («περικατερρήξατό τε τὸν ἄνωθεν πέπλον καὶ ἀνωδύρατο», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + καταρρήγνυμι «σχίζω, συντρίβω»] … Dictionary of Greek
διαφέρω — (ΑΝ) και διαφέρνω (ΜΝ) 1. έχω διαφορά, είμαι ανόμοιος, διάφορος, ξεχωρίζω («αυτά τα χρώματα διαφέρουν») 2. είμαι διαφορετικός από άλλο («σὺ νῡν διάφερε τῶν κακῶν», Ευρ. Ορ.) 3. υπερέχω, διακρίνομαι, είμαι ανώτερος, πλεονεκτώ («διαφέροντες καὶ… … Dictionary of Greek
List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… … Wikipedia
άγνυμι — ἄγνυμι (Α) 1. θραύω, συντρίβω, σπάζω 2. (για ήχους) απλώνομαι, διαχέομαι, διαδίδομαι ολόγυρα 3. φρ. «ποταμὸς περὶ καμπὰς πολλὰς ἀγνούμενος», ποταμός με ελικοειδές ρεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *Fάγ νυ μι, η ρίζα συγγενής προς το τοχαρικό wāk (= σπάζω,… … Dictionary of Greek
περιλακίζω — Α σχίζω κάτι από όλες τις πλευρές, καταξεσχίζω, κουρελιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λακίζω «σπαράσσω»] … Dictionary of Greek