Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

περι-σχίζω

См. также в других словарях:

  • ερείκω — ἐρείκω (Α) 1. σχίζω, χωρίζω («ἐρεικόμενος περὶ δουρί» σχισμένος, κομματιασμένος απ’ το δόρυ, Ομ. Ιλ.) 2. διασχίζω («ἤρεικον χθόνα» διέσχιζαν με το άροτρο πηγή, Ησίοδ.) 3. θραύω, σπάζω, συντρίβω («ναῡς γὰρ πρὸς ἀλλήλαισι Θρῇκιαι πνοαὶ ἤρεικον» οι… …   Dictionary of Greek

  • περικαταρρήγνυμι — Α 1. σχίζω κάτι γύρω γύρω, σχίζω τελείως, καταξεσχίζω 2. μέσ. περικαταρρήγνυμαι σχίζω και αποσπώ κάτι που μού ανήκει («περικατερρήξατό τε τὸν ἄνωθεν πέπλον καὶ ἀνωδύρατο», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + καταρρήγνυμι «σχίζω, συντρίβω»] …   Dictionary of Greek

  • διαφέρω — (ΑΝ) και διαφέρνω (ΜΝ) 1. έχω διαφορά, είμαι ανόμοιος, διάφορος, ξεχωρίζω («αυτά τα χρώματα διαφέρουν») 2. είμαι διαφορετικός από άλλο («σὺ νῡν διάφερε τῶν κακῶν», Ευρ. Ορ.) 3. υπερέχω, διακρίνομαι, είμαι ανώτερος, πλεονεκτώ («διαφέροντες καὶ… …   Dictionary of Greek

  • List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… …   Wikipedia

  • άγνυμι — ἄγνυμι (Α) 1. θραύω, συντρίβω, σπάζω 2. (για ήχους) απλώνομαι, διαχέομαι, διαδίδομαι ολόγυρα 3. φρ. «ποταμὸς περὶ καμπὰς πολλὰς ἀγνούμενος», ποταμός με ελικοειδές ρεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *Fάγ νυ μι, η ρίζα συγγενής προς το τοχαρικό wāk (= σπάζω,… …   Dictionary of Greek

  • περιλακίζω — Α σχίζω κάτι από όλες τις πλευρές, καταξεσχίζω, κουρελιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λακίζω «σπαράσσω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»