Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

περι-πήγνῡμι

См. также в других словарях:

  • περιπήγνυμι — ΜΑ, περιπηγνύω Α στερεώνω, καρφώνω ολόγυρα αρχ. 1. σχηματίζω φραγμό ολόγυρα, περιφράζω 2. ενεργώ ώστε να στερεωθεί ή να συναρμοστεί κάτι γύρω από κάτι άλλο («τὴν τέφραν προσπλάττουσι τῷ βωμῷ καὶ περιπηγνύουσι... παραχέοντες ὕδωρ», Πλούτ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • ευπηγής — εὐπηγής, ές και δωρ. τ. εὐπαγής, ές (Α) 1. (για πρόσωπα) εύσωμος, ρωμαλέος, καλοθρεμμένος, ισχυρός 2. ιατρ. (για μήτρα) συμπαγής, στερεός 3. στερεός, καλά κατασκευασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πηγης (< πήγνυμι «πήζω, στερεώνω»), πρβλ. περι… …   Dictionary of Greek

  • περιάμπαξ — Α επίρρ. ολόγυρα, γύρω γύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περί * + άμπαξ, πιθ. < ἀνά παξ με συγκοπή (< ἀνά + πάξ*, πρβλ. πήγνυμι)] …   Dictionary of Greek

  • περιπηγής — ές, Α αυτός που έχει πήξει, που έχει παγώσει γύρω από κάποιον ή πάνω σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πηγής (< πήγνυμι), πρβλ. ευ πηγής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»