-
1 περιπελομαι
(эп. part. aor. 2 περιπλόμενος)1) окружать, осаждать(ἄστυ Hom.)
μίτρα μαστοῖς περιπλομένη Anth. — обхватывающая грудь митра2) ( о времени) завершаться, истекатьπεριπλομένου ἐνιαυτοῦ Hom. — по истечении года;
πέντε περιπλομένους ἐνιαυτούς Hom. — в течение пяти полных лет
См. также в других словарях:
περιπέλομαι — Α 1. (σχετικά με τόπο) κινούμαι ολόγυρα, περικυκλώνω («ἄστυ περιπλομένων δηίων ὕπο θυμοραϊστέων», Ομ. Ιλ.) 2. (για χρόνο) συμπληρώνομαι και ξαναρχίζω 3. είμαι ανώτερος, υπερτερώ, νικώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πέλομαι «βρίσκομαι»] … Dictionary of Greek
κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… … Dictionary of Greek
πρόσπολος — ὁ, ἡ, Α·1. θεράπων, ακόλουθος 2. ιερέας που βρίσκεται στην υπηρεσία θεού («Λητοῑ πρόσπολος», Ανθ. Παλ.) 3. (ως θηλ.) θεραπαινίδα, θαλαμηπόλος 4. φρ. α) «πρόσπολος φόνου» συνεργός φόνου β) «Βάκχου πρόσπολοι» οι Βάκχες, οι Βακχίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
πωλούμαι — έομαι, και ιων. τ. πωλεῡμαι, Α 1. πηγαίνω πάνω κάτω ή πέρα δώθε 2. πηγαίνω κάπου συχνά, συχνάζω κάπου («περὶ πόλιν πωλεύμενος», Αρχίλ.) 3. (με γεν.) πορεύομαι 4. (για πόρνη) περνώ τη ζωή μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πωλοῦμαι ανάγεται στην εκτεταμένη… … Dictionary of Greek