-
1 περιμασσω
атт. περιμάττω1) очищать, чистить(τοὺς ὀδόντας ὀθονίοις Plut.)
2) очищать волшебными средствами Plut.
См. также в других словарях:
περιμάσσω — Α 1. σκουπίζω γύρω γύρω, καθαρίζω ολόγυρα 2. καθαρίζω από μάγια, λύνω μάγια, ξορκίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μάσσω «σκουπίζω»] … Dictionary of Greek