-
1 περιστροφάδην
A = περιφοράδην, π. ὁδοιπορέειν ὡς βόες Hp. Mochl.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιστροφάδην
-
2 περιστροφέω
A v. περιστρωφάω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιστροφέω
-
3 περιστροφή
περιστροφ-ή, ἡ,A turning or spinning round, ; ἄστρων περιστροφαί courses of the stars, S.Fr.432.8 ;κόσμου Euc. Phaen.p.8
M.;τοῦ ἡλίου Hld.1.18
, etc. ; ἐν περιστροφῇ λαοῦ amidst them, LXXSi.50.5 : pl., contortions, Gal.15.126 ; whorls in hairgrowth,δύο π. ἕξει ἐν τῇ κεφαλῇ Heph.Astr.1.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιστροφή
-
4 περιστροφίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιστροφίδιον
-
5 περιστροφίς
A wooden implement that is turned round, strickle, Poll.4.170, 10.113.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιστροφίς
-
6 περίστροφος
περίστροφ-ος, ον,II Subst., twisted rope, f.l. for περιδρόμους in X.Cyn.2.6.III περίστροφος· ὁ τῆς ὑποσφραγῖδος τόπος, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περίστροφος
-
7 оборот
1. (полный круг при вращении) η περιστροφ/ή, η στροφή... - OB В минуту... - ές ανά λεπτό2. (спутника) η περιστροφή 3. (возврат в процесс) хим. η ανάκτηση, η ανακύκλωση 4. эк. о κύκλος εργασιών 5. (выражение) литер. η έκφρασητο ιδίωμα б.-ы мн. (скорость) οι στροφέςнабирать{}увеличивать{} - αυξάνω τις -сбавлять{}уменьшать{} - μειώνω τις-Русско-греческий словарь научных и технических терминов > оборот
См. также в других словарях:
περιστροφίς — ίδος, ἡ, Α 1. ξύλινο εξάρτημα με το οποίο απέβαλλαν το σιτάρι που ξεπερνούσε το μέτρο, η ρήγλα 2. λαβή με την οποία ο λαναράς περιέστρεφε τη συσκευή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιστρέφω (πρβλ. περιστροφ ή) + κατάλ. ίς, πρβλ. επι στροφίς] … Dictionary of Greek