-
1 περισσότερο(ν)
επίρρ. более, больше;περισσότερο(ν) πλούσιος — более богатый, богаче;
περισσότερο(ν)νάπό κάθε φορά — больше, чем когда-л.;
περισσότερο(ν) απ' ότι χρειάζεται — больше, чем нужно
-
2 περισσότερο(ν)
επίρρ. более, больше;περισσότερο(ν) πλούσιος — более богатый, богаче;
περισσότερο(ν)νάπό κάθε φορά — больше, чем когда-л.;
περισσότερο(ν) απ' ότι χρειάζεται — больше, чем нужно
-
3 περισσότερο
[пэриссотэро] επίρ. больше, более, ещб.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > περισσότερο
-
4 περισσότερο
[пэриссотэро] επίρ больше, более, ещб. -
5 περισσότερο
me's -
6 περισσότερο απο ...
повеќе од..Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > περισσότερο απο ...
-
7 ακόμη περισσότερο
уште повеќеГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > ακόμη περισσότερο
-
8 ολοένα και περισσότερο
cе повеќеГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > ολοένα και περισσότερο
-
9 более
более 1) (больше) περισσότερο, πλέον, πιο· \более чем когда-л. περισσότερο από κάθε φορά· \более или менее λίγο πολύ· всё \более и \более όλο και πιο πολύ 2), (сравн. ст. от много) πιο· \более спокойный πιο ήρεμος ◇ \более того επιπλέον, εξάλλου; тем \более άλλωστε* * *1) ( больше) περισσότερο, πλέον, πιοбо́лее чем когда́-л. — περισσότερο από κάθε φορά
бо́лее и́ли ме́нее — λίγο πολύ
всё бо́лее и бо́лее — όλο και πιο πολύ
2) (сравн. ст. от много) πιοбо́лее споко́йный — πιο ήρεμος
••бо́лее того́ — επιπλέον, εξάλλου
тем бо́лее — άλλωστε
-
10 больше
больше 1. (сравн. cm. от большой ) μεγαλύτερος περισσότερος (по количеству)' этот зал \больше αυτή η αίθουσα είναι μεγαλύτερη 2. (сравн. cm. от много ) περισσότερο как можно \больше όσο το δυνατό περισσότερο спасибо, я \больше не хочу ευχαριστώ, δε θέλω άλλο* * *1. сравн. ст. от большойμεγαλύτερος; περισσότερος ( по количеству)2. сравн. ст. от многоэ́тот зал бо́льше — αυτή η αίθουσα είναι μεγαλύτερη
как мо́жно бо́льше — όσο το δυνατό περισσότερο
спаси́бо, я бо́льше не хочу́ — ευχαριστώ, δε θέλω άλλο
-
11 более
1. βλ. больше.2. πιο, περισσότερο•-спокойный πιο -ήσυχος•
более смелый πιο τολμηρός.
εκφρ.более или менее – περισσότερο ή λιγότερο, λίγο-πολύ•не более (и) не менее, как... ή ни более (и) ни менее как... – ούτε πολύ ούτε λίγο, ακριβώς -έστατα•более того – εκτός απ’ αυτό, εκτόί τούτου•тем более – ακόμα περισσότερο•более чем – περισσότερο απ’ ότι. -
12 больше
больше1. прил (сравнит, ст. от большой) μεγαλύτερος;2. нареч (сравнит, ст. от много) περισσότερο[ν], πιό πολύ, πλέον:как можно \больше ὅσο τό δυνατό περισσότερο;3. нареч (в отриц. предлож.) ἀλλο, πιά, πλέον:\больше не могу́ δέν μπορῶ ἀλλο, δέν βαστῶ πιά; \больше чем когда бы то ни было περισσότερο ἀπό κάθε ἀλλη φορά; ◊ ни \больше ни меньше ὁὔτε λίγο ὁϋτε πολύ. -
13 максимум
максимум1. м τό μάξιμουμ, τό ἀνώτατο ὀριο, τό περισσότερο:\максимум энергии μάξιμουμ ἐνέργειας·2. нареч τό περισσότερο:\максимум того́, что я могу́ сделать τό περισσότερο, πού μπορώ νά κάνω. -
14 много
επίρ.1. πολύ•он имеет много денег αυτός έχει πολύ χρήμα•
много лет πολλά χρόνια•
вы счастливее меня εσείς είστε πολύ ευτυχέστεροι από μένα•
много лучше πολύ καλύτερα.
|| (σε ερωτηματικές προαάσεις) πολύ;•так много ? τόσο πολύ;•
много ли? πολύ; (ποσό).
2. μεγάλος αριθμός, μεγάλη ποσότητα•у него очень много друзей αυτός έχει πάρα πολλούς φίλους•
он очень много ест αυτός τρώγει πάρα πολύ (είναι φαγάς)•
не очень много όχι πάρα πολύ•
слишком много πάρα πολύ.
3. (με αριθμητικό)• όχι περισσότερο από, όχι παραπάνω απο, το περισσότερο•по два, по три много από δυό, από τρεις πάει πολύ.
εκφρ.по -у – από πολύ, σε μεγάλη ποσότητα•много-многоτο περισσότερο, το ανώτερο (όριο), όχι παραπάνω απο•ему 40 лет – αυτός δεν είναι πάνω απο 40 χρόνια•ни много ни мало – ούτε πολύ ούτε λίγο, ούτε παραπάνω ούτε παρακάτω. -
15 вдвое
вдвое διπλά, διπλάσια" \вдвое больше (меньше) δυο φορές περισσότερο (λιγότερο, μικρότερο) \вдвое увеличить διπλασιάζω сгибать \вдвое διπλώνω* * *διπλά, διπλάσιαвдво́е бо́льше (ме́ньше) — δυο φορές περισσότερο (λιγότερο, μικρότερο)
вдво́е увели́чить — διπλασιάζω
сгиба́ть вдво́е — διπλώνω
-
16 втрое
втрое τριπλά, τριπλάσια; \втроебольше (меньше ) τρεις φορές περισσότερο (λιγότερο)* * *τριπλά, τριπλάσιαвтро́е бо́льше (ме́ньше) — τρεις φορές περισσότερο (λιγότερο)
-
17 дольше
-
18 наиболее
наиболее το περισσότερο* \наиболее удобный о πιο κατάλληλος* * *το περισσότεροнаибо́лее удо́бный — ο πιο κατάλληλος
-
19 чуть
чуть παραλίγο; μόλις (едва); \чуть больше λίγο περισσότερο; он \чуть не упал παραλίγο να πέσει* * *παραλίγο; μόλις ( едва); πέσειчуть бо́льше — λίγο περισσότερο
он чуть не упа́л — παραλίγο να πέσει
-
20 более
болеенареч1. περισσότερο, μᾶλλον:тем \более, что... πολύ περισσότερο πού...; \более или менее λίγο πολύ, μᾶλλον, κατά τό μᾶλλον ἡ ήττον \более того καί ἐπιπλέον2. (сравн. ст. от много) περισσότε-ρο[ν], πλέον, πιό (πολύ):\более серьезное положение πιό σοβαρή κατάσταση.
См. также в других словарях:
χάνος — Περισσότερο γνωστή ονομασία του ψαριού σερράνος ο ήπατος της οικογένειας των σερρανιδών, που ανήκει στην υποτάξη των περκοειδών της τάξης των περκόμορφων. Πρόκειται για θαλασσινή πέρκα, που ζει κοντά στις ακτές, σε αβαθείς θάλασσες των θερμών… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek