-
1 περι-σπερχέω
περι-σπερχέω, bei Her. 7, 207, Λοκρῶν περι-σπερχεόντων τῇ γνώμῃ, da die Lokrer über diese Meinung sehr in Bewegung geriethen, = περισπερχέων ὄντων, was Schäfer Mel. p. 69 bezweifelt; Valcken. vermuthet περισπερχϑέντων.
См. также в других словарях:
περισπερχθέντων — περί σπέρχω set in rapid motion aor part pass masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισπερχώ — έω, Α παθ. περισπερχοῡμαι, έομαι συνταράζομαι, εξοργίζομαι («Λοκρῶν περισπερχθέντων τῇ γνώμῃ», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού περισπέρχω κατά τα συνηρημένα] … Dictionary of Greek