-
1 περισκυφίζω
A make an incision round the scalp:—hence [suff] περισκῠθ-ισμός, ὁ, Aët.7.56 (pl.),93, Paul.Aeg.6.7 (v.l. ὑπο-).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περισκυφίζω
-
2 περισκυθίζω
II as a surgical operation, Gal.18(1).790 ([voice] Pass.): —hence [suff] περισκῠθ-ισμός, ὁ, Id.14.784 ; ὁ κατὰ θίξιν π. PMed. in Arch.Pap.4.270 (iii A. D.) ; cf. περισκυφίζω.III sens. obsc., AP12.95.6 (Mel.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περισκυθίζω
См. также в других словарях:
περισκυφισμός — ὁ, ΜΑ [περισκυφίζω] (ίσως ο γνήσιος τ. τού περισκυθισμός) κυκλική εντομή στο περίκρανο, στο τριχωτό τμήμα τού κρανίου … Dictionary of Greek