-
1 περισκιαζω
покрывать тенью, затенятьἐν νυκτὴ περισκιαζομενῃ Plut. — в темноте ночи;
τῷ περισκιάζεσθαι σήπεται (τὰ ὕδατα) Plut. — от затененности (т.е. будучи лишены света) воды загнивают
См. также в других словарях:
περισκίασμα — το Ν [περισκιάζω] αστρον. το λιγότερο σκιερό μέρος τών κηλίδων τού Ηλίου … Dictionary of Greek