-
1 περιοδικός
[пэриодикос]end εκ. периодический.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > περιοδικός
-
2 периодический
периодический περιοδικός\периодическийая печать о περιοδικός τύπος* * *периоди́ческая печа́ть — ο περιοδικός τύπος
-
3 периодический
1. (закономерно повторяющийся) περιοδικός 2. полигр. о περιοδικός τύπος 3. грам. (состоящий из периодов) περιοδικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > периодический
-
4 периодический
επ.περιοδικός•-ие дожди περιοδικές βροχές•
периодический ремонт περιοδική επισκευή•
-ая печать περιοδικός τύπος•
-ие издания περιοδικές εκδόσεις.
εκφρ.- ая дробь – περιοδικός αριθμός•- ая система (элементов) – περιοδικό σύστημα (χημ. στοιχείων). -
5 пернодический
перноди́ч||ескийприл περιοδικός; \пернодическийеские издания τά περιοδικά, οἱ περιοδικές ἐκδόσεις· \пернодическийеск<зя дробь мат ὁ περιοδικός ἀριθμός· \пернодическийеская система элементов хим. τό περιοδικό σύστημα τών στοιχείων. -
6 импульс
1. (механический) η ώση, η ώθηση, η ορμή, η ποσότητα της κίνησης- ракетного двигателя удельный η (καθαρή) ώση του πυραυλοκινητήρα (Ν x sec. kg)2. (волновой) о παλμ/ός, η κίνησηгасящий (тлв.) - σβέσηςединичный (вид испытательного сигнала в системах автоматического управления) - μονός -зондирующий (рлк) - ερεύνης/έρευναςкомандный(рлк.) - ελέγχουмешающий (тлв) - περιττός -, τοεμπόδιοпороговый - οριακός/χαμηλός -прямой - (рлк.) ευθύς/κύριος -стирающий «<■ σβέσηςуправляющий - ελέγχου/χειρισμού- электромагнитного поля - του ηλεκτρικού πεδίου, ηλεκτρομαγνητικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > импульс
-
7 пресса
ο Τύποςпериодическая - περιοδικός -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пресса
-
8 рекуррентный
мат. περιοδικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рекуррентный
-
9 усилитель
ο ενισχυτ/ήςο πολλαπλασιαστήςапериодический - μη περιοδικός -, μη-επιλεκτικός -йодистый полигр. - ιωδιούχος -масштабный вчт. - της κλίμακαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > усилитель
-
10 еженедельник
еженедельн||икм τό ἐβδομαδιαίο[ν] περιοδικός. -
11 периодика
периодикаж τά περιοδικά, ὁ περιοδικός τύπος. -
12 пресса
пресс||аж ὁ τύπος, οἱ ἐφημερίδες / со-бир. οἱ δημοσιογράφοι:периодическая \пресса ὁ περιοδικός τύπος· места́ для \прессаы θέσεις γιά τους δημοσιογράφους. -
13 муссон
-а α.ετησίας, μουσώνας, περιοδικός άνεμος. -
14 очередной
επ.1. άμεσος, επείγων•-ые задачи τα άμεσα καθήκοντα.
|| τακτός, κανονικός, (καθ)ορισμένος.2. εκτελών υπηρεσία με τη σειρά.3. περιοδικός• συνήθης, συνηθισμένος.4. τακτικός•очередной съезд τακτικό συνέδριο.
-
15 периодика
-ι β, τα περιοδικά, ο περιοδικός τύπος•научная периодика τα επιστημονικά περιοδικά.
-
16 повременный
επ.1. χρονικός, κατά χρονικό διάστημα, περιοδικός•-ые издания περιοδικές εκδόσεις.
2. με την ώρα ή με το χρόνο•-ая оплата πληρωμή με την ώρα•
-ая работа εργασία με την ώρα ή χο χρόνο (ως αντώνυμο της έκφρασης με το κομμάτι).
См. также в других словарях:
περιοδικός — acquired in one s travels masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιοδικός — ή, ό / περιοδικός, ή, όν, ΝΜΑ [περίοδος] αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται σε σταθερά χρονικά διαστήματα, κατά περιόδους (α. «περιοδική λήψη πυρετού β. «περιοδικοί κομήτες» γ. «περιοδικαὶ ὧραι») νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το περιοδικό έντυπο,… … Dictionary of Greek
περιοδικός — ή, ό 1. αυτός που γίνεται ή παρουσιάζεται κατά χρονικά διαστήματα: Περιοδικός τύπος, το σύνολο των εντύπων που κυκλοφορούν όχι κάθε μέρα. – Περιοδικοί άνεμοι. 2. (μαθημ.), «περιοδικός αριθμός», αριθμός που στο δεκαδικό του μέρος επαναλαμβάνεται η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιοδικός τύπος — Η έκφραση υποδηλώνει το σύνολο εκείνο των εντύπων (επιθεωρήσεις, δελτία, ακαδημαϊκά δημοσιεύματα, εβδομαδιαία λαϊκά περιοδικά ποικίλων θεμάτων, εξειδικευμένες εκδόσεις, κόμικς, κ.λπ.) που, αν και έχουν μια κανονική περιοδικότητα, αφήνουν να… … Dictionary of Greek
περιοδικά — περιοδικός acquired in one s travels neut nom/voc/acc pl περιοδικά̱ , περιοδικός acquired in one s travels fem nom/voc/acc dual περιοδικά̱ , περιοδικός acquired in one s travels fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιοδικώτερον — περιοδικός acquired in one s travels adverbial comp περιοδικός acquired in one s travels masc acc comp sg περιοδικός acquired in one s travels neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιοδικῶν — περιοδικός acquired in one s travels fem gen pl περιοδικός acquired in one s travels masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιοδικόν — περιοδικός acquired in one s travels masc acc sg περιοδικός acquired in one s travels neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιοδικαῖς — περιοδικός acquired in one s travels fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιοδικαί — περιοδικός acquired in one s travels fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιοδικοῖς — περιοδικός acquired in one s travels masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)