-
1 περιλειβομαι
-
2 περιλείβομαι
περι-λείβομαι, von allen Seiten darüber- od. zusammenfließen
См. также в других словарях:
περιλείβομαι — Α (ποιητ. τ.) χύνομαι, ρέω από όλες τις μεριές, περιχύνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λείβομαι «χύνομαι, ρέω»] … Dictionary of Greek