-
1 περικυκλώνω
[-ώ (ο)] μετ. окружать, оцеплять; брать в в окружение, брать в кольцо;περικυκλώνω την πόλη — окружить, обложить город;
περικυκλώνω τό θηρίο — обложить зверя
-
2 περικυκλώνω
[пэрикиклоно] р. окружать, облагать (крепость),Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > περικυκλώνω
-
3 περικυκλώνω
[пэрикиклоно] ρ окружать, облагать (крепость). -
4 περικυκλώνω
cerner -
5 περικυκλώνω
1) otaczać czas.2) otoczyć czas. -
6 περικυκλώνω
1) obklíčit2) obklopit3) obklopovat -
7 περικυκλώνω
surroundΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > περικυκλώνω
-
8 çevrelemek
περικυκλώνω -
9 otaczać
περικυκλώνω -
10 otoczyć
περικυκλώνω -
11 окружить
-жу, -жишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. окруженный, βρ: -жн, -жена, -женоρ.σ.μ.1. περικυκλώνω•жандирмы -ли дом οι χωροφύλακες περικύκλωσαν το σπίτι•
толпа его -ла το πλήθος τον περικύκλωσε.
2. (κυρλξ. κ. μτφ.) περιβάλλω, περιτριγυρίζω περιστοιχίζω.3. πολιορκώ, περικυκλώνω• περιζώνω•окружить неприятеля со всех сторон περικυκλώνω τον εχθρό από παντού•
окружить тесно περισφίγγω.
-
12 обступать
обступатьнесов, обступить сов περικυκλώνω, μαζεύομαι γύρω. -
13 окружать
окружа||тьнесов1. (кого-л., что-л.) περιστοιχίζω / περικυκλώνω (неприятеля)/ πολιορκώ (город, крепость)·2. (рвом, забором и т. п.) περιβάλλω·3. (быть расположенным вокруг) περιβάλλω·4. перен (вниманием и т. п.) περιβάλλω:\окружать заботами περιβάλλω μέ φροντίδα·5. перен (быть средой) περιβάλλω, περιτριγυρίζω:его \окружатьют близкие друзья τόν περιβάλλουν οἱ στενοί φίλοι του. -
14 оцеплять
оцеп||лятьнесов περικυκλώνω, περιβάλλω. -
15 encircle
[in'sə:kl](to surround: Enemies encircled him.) περικυκλώνω -
16 hem in
(to surround (someone): The soldiers were hemmed in on all sides by the enemy.) περικυκλώνω -
17 ring
I 1. [riŋ] noun1) (a small circle eg of gold or silver, sometimes having a jewel set in it, worn on the finger: a wedding ring; She wears a diamond ring.) δαχτυλίδι2) (a circle of metal, wood etc for any of various purposes: a scarf-ring; a key-ring; The trap-door had a ring attached for lifting it.) κρίκος3) (anything which is like a circle in shape: The children formed a ring round their teacher; The hot teapot left a ring on the polished table.) κύκλος4) (an enclosed space for boxing matches, circus performances etc: the circus-ring; The crowd cheered as the boxer entered the ring.) πίστα, παλαίστρα, ριγκ5) (a small group of people formed for business or criminal purposes: a drugs ring.) δίκτυο, σπείρα2. verb( verb)1) (to form a ring round.) περικυκλώνω2) (to put, draw etc a ring round (something): He has ringed all your errors.) βάζω σε κύκλο3) (to put a ring on the leg of (a bird) as a means of identifying it.) τοποθετώ κρίκο αναγνώρισης στο πόδι πουλιού•- ringlet
- ring finger
- ringleader
- ringmaster
- run rings round II 1. [riŋ] past tense - rang; verb1) (to (cause to) sound: The doorbell rang; He rang the doorbell; The telephone rang.) χτυπώ (κουδούνι), σημαίνω/ κουδουνίζω2) ((often with up) to telephone (someone): I'll ring you (up) tonight.) τηλεφωνώ3) ((often with for) to ring a bell (eg in a hotel) to tell someone to come, to bring something etc: She rang for the maid.) καλώ4) ((of certain objects) to make a high sound like a bell: The glass rang as she hit it with a metal spoon.) κουδουνίζω5) (to be filled with sound: The hall rang with the sound of laughter.) αντιλαλώ6) ((often with out) to make a loud, clear sound: His voice rang through the house; A shot rang out.) αντηχώ2. noun1) (the act or sound of ringing: the ring of a telephone.)2) (a telephone call: I'll give you a ring.)3) (a suggestion, impression or feeling: His story has a ring of truth about it.)•- ring back
- ring off
- ring true -
18 surround
1) (to be, or come, all round: Britain is surrounded by sea; Enemy troops surrounded the town; Mystery surrounds his death.) περικύκλώνω, περιβάλλομαι2) (to enclose: He surrounded the castle with a high wall.) περικλείω•- surroundings -
19 обступать
[απστουπάτ’] ρ. περικυκλώνω -
20 окружать
[ακρουζάτ'] ρ. περικυκλώνω, περιβάλλω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
περικυκλώνω — περικυκλώνω, περικύκλωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
περικυκλώνω — περικυκλῶ, όω, ΝΜΑ περιορίζω, κλείνω κάτι από όλες τις πλευρές, περιβάλλω κυκλικώς νεοελλ. στρ. δημιουργώ κλοιό, κλείνω σε κλοιό πολιορκώ μσν. περιβάλλω, περικλείνω κάτι για να το προστατεύσω αρχ. 1. περιέρχομαι 2. μέσ. περικυκλοῡμαι όομαι… … Dictionary of Greek
περικυκλώνω — περικύκλωσα, περικυκλώθηκα, περικυκλωμένος, κλείνω κάτι από παντού, κυκλώνω: Περικυκλώθηκε ένα τάγμα των εχθρών στη μάχη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. θέτω, τοποθετώ κάτι ολόγυρα ή πάνω από κάτι άλλο 2. περικλείω, περικυκλώνω, ζώνω 3. καλύπτω, σκεπάζω κάτι ολόγυρα, επικαλύπτω, περικαλύπτω (α. «μέ περιβάλλει βαθύ σκοτάδι» β. «ἤδη γάρ με περιβάλλει σκότος», Ευρ.) 4. ντύνω, ενδύω… … Dictionary of Greek
περικυκλώ — (I) έω, ΜΑ [κυκλώ, έω] μσν. 1. περιβάλλω από όλες τις πλευρές, περικυκλώνω 2. περιβάλλω με τους βραχίονες, αγκαλιάζω αρχ. 1. κινώ κυκλικά, ολόγυρα, περιστρέφω 2. παθ. περικυκλοῡμαι, έομαι κυμαίνομαι. (II) όω, ΜΑ βλ. περικυκλώνω … Dictionary of Greek
περιλαμβάνω — ΝΜΑ και περίλαβαίνω Ν [λαμβάνω] νεοελλ. 1. (για κείμενα) περιέχω, διαλαμβάνω, πραγματεύομαι («το νέο βιβλίο περιλαμβάνει την ιστορία τής Τουρκοκρατίας») 2. χωράω, μπορώ να χωρέσω («η νέα αίθουσα μπορεί να περιλάβει 3.000 άτομα) 3. μτφ. επιπλήττω… … Dictionary of Greek
συγκυκλούμαι — όομαι, Α περικυκλώνω κάτι εντελώς, περικλείω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κυκλῶ / ώνω «περιβάλλω, περικυκλώνω» (< κύκλος)] … Dictionary of Greek
άμπυξ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεσσαλός, γιος του Τιτάρονα ή Τιταίρονα· τον σκότωσε o γιος του, μάντης Μόψος. 2. Θεσσαλός, πατέρας του Φήμιου, επώνυμου ήρωα των Φημιών στην Αρναία. 3. Πρόγονος του Πατρέα, επώνυμου ήρωα των Πατρών. 4. Πατέρας του… … Dictionary of Greek
αμφέρχομαι — ἀμφέρχομαι (Α) (στον Όμηρο μόνο σε τύπο αορίστου β ἀμφήλυθε) έρχομαι από ολόγυρα, περιτριγυρίζω, περιζώνω, περικυκλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ἔρχομαι] … Dictionary of Greek
αμφιέπω — ἀμφιέπω και ἀμφέπω (Α) 1. περιβάλλω, περικυκλώνω 2. (για τραγούδια) στεφανώνω, επιστέφω 3. πιέζω δυνατά 4. ασχολούμαι με κάτι, φροντίζω 5. παρασκευάζω, ετοιμάζω 6. απονέμω τιμή ή σεβασμό 7. φρουρώ, φυλάσσω, προφυλάσσω 8. συχνάζω 9. περιποιούμαι,… … Dictionary of Greek
αμφιβάλλω — (Α ἀμφιβάλλω) 1. έχω αμφιβολία, δισταγμό, δεν είμαι βέβαιος για κάτι, αμφιταλαντεύομαι 2. αμφισβητώ, διστάζω να πιστέψω κάτι αρχ. (στον Όμ. συνήθ. σε τμήση) Ι. ενεργ. περιβάλλω, ρίχνω ή εναποθέτω κάτι γύρω από κάποιον ή κάτι 1. (για ρούχα) ντύνω… … Dictionary of Greek